Monday, 2 October 2023

Αυγό Στρουθοκαμήλου

Το αυγό της στρουθοκαμήλου έχει τον εξής συμβολισμό: 

Η στρουθοκάμηλος είναι το μοναδικό πτηνό που δεν κλωσάει τα αυγά του, αλλά τα προσέχει από κάποια απόσταση, μέχρι να γεννηθούν τα μικρά και να μεγαλώσουν κοντά της. 

Όπως αυτή λοιπόν, έτσι και ο Ένας και Μοναδικός Θεός προσέχει τους πιστούς στον χώρο της εκκλησίας μέχρι να γεννηθούν και να ακολουθήσουν το δρόμο Του. 

Αυγά στρουθοκαμήλου υπάρχουν και στο καθολικό της Ιεράς Μονής Βαρλαάμ.

Τα αυγά στρουθοκαμήλου στον Άγιο Γιάννη του Κρανιδίου

Τα καντήλια στο Τέμπλο του Αι Γιάννη, κρέμονται από αυγά στρουθοκαμήλου!
Με τα αυγά συνέβη το εξής: Οι γυναίκες που προσέφεραν την προσωπική τους εργασία, σαν διακονία προς τον Άγιο, όταν καθάριζαν και καλώπιζαν τον ναό, έβαφαν τα αυγά με ρεπουλίνη. Ένα – δύο και πιο πολλά στρώματα βαφής είχαν σαν αποτέλεσμα, λόγω διαφορετικού συντελεστού διαστολής των δύο υλικών – του ασβεστίου των αυγών και της ρεπουλίνης- να ραγίσουν τα αυγά.
Το 1976 τον Αύγουστο είχε έλθει να με επισκεφθεί ένας φίλος Νοτιοαφρικανός, αξιωματικός στο Immigration του Κέιπ Τάουν, ονόματι Derig.
Ένα από τα ενδιαφέροντα σημεία που του έδειξα ήταν και ο ναός. Εντύπωση του έκανε μεγάλη. Όταν του είπα ότι τα καντήλια κρέμονται από αυγά στρουθοκαμήλου εντυπωσιάστηκε. Όταν δε του είπα ότι έχουν ραγίσει, μου υποσχέθηκε ότι θα στείλει αυτός άλλα από την Νότιο Αφρική.
Το 1978, πάλι Αύγουστο, ήλθε πάλι στην Ελλάδα, κατέβηκε στο Κρανίδι και έφερε ένα κιβώτιο αυγά στρουθοκαμήλου, έτοιμα τρυπημένα και έτσι αποκαταστάθηκαν τα καντήλια στην προηγούμενη μορφή τους.
argolidaplanet.com

Saturday, 22 May 2021

Θεομητορικές εορτές

  • Ο Ευαγγελισμός (25 Μαρτίου)
  • Της Ζωοδόχου Πηγής (Παρασκευή της Διακ/σίμου)
  • Η Κατάθεσις της Τιμίας Εσθήτος της Υπεραγίας Θεοτόκου (2 Ιουλίου)
  • Η Κοίμησις της Θεοτόκου (15 Αυγούστου)
  • Η Κατάθεσις της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου (31 Αυγούστου)
  • Το Γενέσιον της Θεοτόκου (8 Σεπτεμβρίου)
  • Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου (28 Οκτωβρίου)
  • Τα Εισόδια της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου)
  • Η Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου (26 Δεκεμβρίου)
  • Απολυτίκια Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών
 

ΟΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ

Ο Πανάγαθος Θεός «ουκ ευδοκεί επί απωλεία ανθρώπων, αλλά θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Γι’ αυτό και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Υιός και Λόγος του Πατρός «έκλινεν ουρανούς και κατέβη» και «σαρξ εγένετο». Έγινε άνθρωπος, για να κάνη τον πεπτωκότα άνθρωπο θεό κατά χάριν. Ήθελε όμως ο Κύριος να έχη και η ανθρωπότητα συμμετοχή στο σωτηριώδες έργο του Τριαδικού Θεού. Διότι, εφ’ όσον η καταδίκη των ανθρώπων οφειλόταν στην κατάχρησι της Θεόσδοτης ελευθερίας που έκαναν οι πρωτόπλαστοι και εν συνεχεία όλοι οι απόγονοί τους, έπρεπε να προσφέρη ο άνθρωπος τη θεληματική υποταγή της ελευθερίας του στο Δημιουργό σαν συμμετοχή στο έργο της σωτηρίας. Αυτό έγινε στο πρόσωπο της Υ­περαγίας Θεοτόκου. Όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ της εμήνυσε, ότι θα γίνη η γέφυρα μεταξύ ουρανού και γης για να κατέβη και σαρκωθή ο Λόγος του Θεού, εκείνη συγκατατέθηκε απλά, υποτάσσοντας θεληματικά την ελευθερία της στον Κύριο: «Ιδού η δούλη Κυρίου. γένοι­τό μοι κατά το ρήμα σου». Έτσι η Θεοτόκος έγινε «αιτία της των πάντων Θεώσεως». Γι’ αυτό και την τιμάμε ιδιαίτερα και της αφιερώνουμε σειρά ολόκληρη εορτών, που τις λέμε Θεομητορικές εορτές.

Κατά τις εορτές αυτές φέρνομε στο νου μας τη σεπτή μορφή της Υπεραγίας Θεοτόκου και εμπνεόμαστε από το υπέροχο παράδειγμα αρετής εκείνης που την μακαρίζουν όλες οι γενεές και την τιμούν οι άγγελοι και οι Αρχάγγελοι σαν «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν των Σεραφείμ».

Ακόμη την παρακαλούμε να μεταφέρη τα αιτήματά μας στον Υιό και Θεό της, όπως τότε στο γάμο της Κανά που γεμάτη κατανόησι για το πρόβλημα των νεονύμ­φων είπε στον Κύριο: «Οίνον ουκ έχουσι». Και γνωρίζο­με ότι η Παναγία θα μας ακούση, γιατί είναι μητέρα μας, από τότε που ο σταυρωμένος Υιός της την έδειξε με το βλέμμα στον Ιωάννη -και άρα σε κάθε μαθητή Του κάθε εποχής- και είπε: «Ιδού η μήτηρ σου».

Επίσης κατά τις Θεομητορικές εορτές δεχόμαστε μέσα από τα μηνύματα των εορτών αυτών και την προτροπή της Παναγίας, να υπακούμε στον Κύριο. «Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε», είπε κάποτε στους υπηρέτες η Θεοτόκος. Το ίδιο λέει και σε μας. Έτσι τιμώντες με τις εορτές της την Θεομήτορα οδηγούμαστε προς τη λατρεία του Σωτήρος μας, πράγμα στο οποίο αποβλέπουν οι Θεομητορικές εορτές.

Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ (25 Μαρτίου)

«Αρχήν και κεφάλαιον» όλων των εορτών ονομάζει τον Ευαγγελισμό ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Διότι έγινε αρχή όλων των αγαθών και διότι από τον Ευαγγελισμό εξαρτώνται όλες οι δεσποτικές εορτές. Όπως η ρίζα του φυτού είναι η αιτία του κορμού, αλλά και των κλάδων και των λουλουδιών και των καρπών, έτσι και ο Ευαγγελισμός για τις άλλες εορτές. Γιορτάζουμε την Πεντηκοστή, γιατί προεορτάσαμε την Ανάληψι. Γιορ­τάζομε την Ανάληψι, γιατί πιο μπροστά προεορτάσαμε την Ανάστασι. Και πριν από αυτήν την Σταύρωσι, και πιο πριν τη Βαϊοφόρο. Πιο μπροστά την ανάστασι του Λαζάρου και ακόμη πιο πριν τη Μεταμόρφωσι. Γιορτά­ζομε τη Μεταμόρφωσι, διότι προεορτάσαμε τα Θεοφάνεια και πιο πριν την Υπαπαντή και τη Γέννησι του Σω­τήρος. Γιορτάζομε δε τη Γέννησι, διότι γιορτάζομε πριν απ’ όλα τον Ευαγγελισμό.

α) Είναι δε τόσο σπουδαίος ο Ευαγγελισμός, διότι κατ’ αυτόν συνέβη το κοσμοσωτήριο γεγονός της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, αλλά και γιατί έγιναν σπουδαία πράγματα και από ανθρωπίνης πλευράς, από της πλευράς της Θεοτόκου. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός που έγραψε τον Κανόνα των ύμνων της εορτής, κάνει ένα παραλληλισμό μεταξύ της πρωτόπλαστης Εύας και της Θεοτόκου, για να τονίση την ανεκτίμητης αξίας συμβολή της Παναγίας στον Ευαγγελισμό: «Της Εύας νυν δι’ εμού καταργείσθω κατάκριμα, αποδότω δι’ εμού το οφείλημα σήμερον». Η Εύα πλάσθηκε από την πλευρά του Αδάμ. Ο Θεός ύπνωσε τον Αδάμ, του πήρε ανωδύνως μία πλευρά, συμπλήρωσε σάρκα και οστά και έπλασε έναν άλλο τέλειο άνθρωπο, την Εύα. Η Εύα λοιπόν χρωστούσε στον Αδάμ τη σωματική της υπόστασι. Ήλθε τώρα η απόγονος της Εύας Θεοτόκος και πλήρωσε το χρέος αυτό προς τον άνδρα. Πώς; Δανείζοντας τη σάρκα της για να σαρκωθή ο Υιός του Θεού. Όπως τότε από την πλευρά του Αδάμ πλάσθηκε τέλειος άνθρωπος, έτσι τώρα από τη σάρκα της Παρθένου πλάσθηκε εκ Πνεύματος Αγίου τέλειος άνθρωπος, ο Θεάνθρωπος Χριστός. Όπως τότε η Εύα δημιουργήθηκε όχι με νόμο φυσικό, αλλά μόνο από την πλευρά του ανδρός, έτσι και τώρα ο Χριστός γεννήθηκε από τη Θεοτόκο, χωρίς τη συνέργεια ανδρός. Όπως τότε ο Αδάμ δάνεισε χωρίς πόνους τη σάρκα του, έτσι και τώρα η Παρθένος χωρίς πόνους γεννάει το Θεάνθρωπο. Σώος έμεινε ο Αδάμ μετά την αφαίρεσι της πλευράς, άφθορη και παρθένος έμεινε και η Θεοτόκος μετά τη Γέννησι του Σωτήρος.

β) «Η εμή προμήτωρ δεξαμένη την γνώμην του όφεως, τρυφής της θείας εξωστράκισται διόπερ καγώ δέδοικα τον ασπασμόν τον ξένον σου, ευλαβουμένη τον όλισθον». Η πρωτόπλαστη Εύα άκουσε το διάβολο που της είπε, ότι παρακούοντας το Θεό θα γίνουν σαν θεοί και τιμωρήθηκε με την απώλεια του Παραδείσου. Έδειξε εμπιστοσύνη στο διάβολο και ανυπακοή στο Θεό. Η Παρθένος όμως διόρθωσε την πτώσι της Εύας. Εκφράζοντας την απορία της προς τον Αρχάγγελο έδειξε, ότι δεν ήταν εύπιστη, αλλά φυλαγόταν από ολισθήματα αμαρτίας. Με τη συγκατάθεσί της δε προς την κλήσι του Θεού («Ιδού η δούλη Κυρίου») έδειξε την υπακοή της στο θείο θέλημα. Η Παρθένος έγινε πνευματική πρόγονος τέκνων υπακοής προς τον Κύριο.

γ) «Της Εύας νυν δι’ εμού καταργείσθω κατάκριμα». Τί αποτέλεσμα είχε η παρακοή της Εύας; Να εξορισθή κι’ αυτή και ο Αδάμ από τον Παράδεισο και να καταδικασθή να γεννάη με λύπες και στεναγμούς. Να όμως που η Παρθένος κατήργησε την καταδίκη της Εύας, της γυναικός... Η εγκυμοσύνη της ήταν χωρίς βάρος και κόπο και ο τοκετός της χωρίς ωδίνες. Η Θεοτόκος άκουσε από τον άγγελο το «Χαίρε» και πραγματικά χάρηκε χαρά ανεκλάλητη, που έγινε σκήνωμα του ίδιου του Θεού, που γέννησε και μεγάλωσε Εκείνον που ήλθε να καταρ­γήση το θάνατο και τη λύπη. Αλλά και τον Παράδεισο άνοιξε η Θεοτόκος για όλους, αφού έφερε στον κόσμο το Σωτήρα των ανθρώπων.

«Εκ γυναικός τα φαύλα» είπε κάποτε ο διάδοχος του θρόνου του Βυζαντίου Θεόφιλος στην Εικασία. Κι’ εκείνη με ετοιμότητα απάντησε: «Και εκ γυναικός τα κρείττονα». Η Θεοτόκος ήταν αυτή η γυναίκα. Αυτή διέλυσε το χρέος της γυναικός προς τον άνδρα, έγινε τέκνον υπακοής προς τον Κύριο, κατήργησε την καταδίκη του ανθρώπου και έφερε στη γη το Σωτήρα. Ας την ευγνωμονούμε ισοβίως γι’ αυτά τα δώρα.

 

ΤΗΣ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ (Παρασκευή της Διακαινησίμου)

Αμέτρητα είναι τα θαύματα της Παναγίας σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους τόπους και ιδιαίτερα στα σεπτά προσκυνήματα, όπου φυλάσσονται οι θαυματουργές εικόνες της η Παναγία της Τήνου, η Μαλεβή, το Άξιον εστί, η Πορταΐτισσα, η Μυρτιδιώτισσα, η Φανερωμένη. Την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος γιορτάζομε τα πάμπολλα θαύματα που απεργάστηκε η Θεοτόκος σ’ ένα ιερό προσκύνημα έξω από την Κωνσταντινούπολη, όπου υπάρχει η θαυματουργή πηγή νερού και Ναός της Παναγίας, της Ζωοδόχου Πηγής όπως ο­νομάσθηκε. Ο Ναός αυτός οικοδομήθηκε από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και εγκαινιάσθηκε κάποια Παρασκευή του Πάσχα.

Οι πιστοί δίκαια ονόμασαν την Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, αφού αυτή «ζωήν την ενυπόστατον εκύησεν», δηλαδή γέννησε Αυτόν, που είναι «η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή». Γεννώντας το Χριστό η Θεοτόκος έγινε η πύλη, δια μέσου της οποίας εισήλθε στον νεκρό από τα αμαρτήματα κόσμο η αληθινή και ενυπόστατη Ζωή. Ει­σήλθε Εκείνος που ήλθε στους ανθρώπους «ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν».

Αλλά η Θεοτόκος είναι Ζωοδόχος Πηγή και διότι υπήρξε πηγή αρετής και αιώνιας ζωής, λόγω της στενής επαφής της με το Θεό. «Αύτη εστιν η αιώνιος ζωή ίνα γινώσκωσι σε τον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν». Κανείς άλλος δεν υπήρξε τόσο κοντά στο Θεό από την Παναγία. Γι’ αυτό και ήταν ανυπέρβλητη η αρετή της, η αγάπη, η ταπεινοφροσύνη, η υπακοή στο Θεό, η πίστι, η υπομονή της.

Ακόμη η Παρθένος ονομάσθηκε από τη χριστιανική ευσέβεια Ζωοδόχος Πηγή, γιατί είναι για τους πιστούς πηγή ζωής και βοηθείας χάρις στην πανίσχυρη πρεσβεία της προς τον Κύριο. Κανείς πιστός που προσφεύγει στην Παναγία πιστεύοντας, ότι θα μεσολαβήση για να ικανοποιηθούν τα πνευματικά και υλικά του αιτήματα, δεν φεύγει ανικανοποίητος.

Όταν λοιπόν «τα νέφη των λυπηρών» καλύπτουν τη ζωή μας, να μη διστάζωμε να προσφεύγωμε στη Μητέρα μας. Σαν μητέρα είναι έτοιμη να μεσιτεύση στοργικά για μας, αλλά και σαν Ζωοδόχος Πηγή είναι ικανή να δώση λύσι στα προβλήματά μας. Φθάνει κι εμείς ν’ αγωνιζώμαστε να την ευχαριστήσωμε μιμούμενοι το παράδειγμά της. Όπως εκείνη βρήκε την αληθινή Ζωή κοντά στο Θεό, έτσι κι εμείς να μοχθούμε να μένωμε σταθεροί στην οδό της αρετής και κοινωνίας με τον Ζωοδότη Κύριο.

Κατά τη διήγησι της Παλαιάς Διαθήκης όταν ο λαός του Θεού πορευόταν μέσα στην έρημο και διψούσε, ο Θεόπτης Μωυσής χτυπούσε με το ραβδί του την πέτρα κι αυτή ανέβλυζε ζωογόνο νερό. Έτσι και οι χριστιανοί που πορεύονται μέσα στην έρημο του συγχρόνου κόσμου, έχουν την πέτρα-Ζωοδόχο Πηγή να τους φέρνη με την πρεσβεία της τη Θεία Χάρι που σώζει.

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (2 Ιουλίου)

Η τιμία εσθής ή μαφόριον ή πέπλος της Παναγίας είχε μεταφερθή από τους πατρικίους Γάλβιο και Κάνδιδο από τα Ιεροσόλυμα, όπου φυλασσόταν από μία ευλαβή χριστιανή, στην Κωνσταντινούπολι. Εκεί ο βασιλεύς Λέων οικοδόμησε Ναό στις Βλαχέρνες και κατέθεσε εντός του με περισσή ευλάβεια το ιερό κειμήλιο μαζί με την αγία ζώνη της Θεοτόκου, για να προσκυνούνται από τους πιστούς. Το γεγονός αυτό τιμάμαι στις 2 Ιουλίου. Από τότε η αγία εσθής λιτανευόταν κατά τις μεγάλες εορτές και κατά τις εκστρατείες.

Οι ορθόδοξοι χριστιανοί, αντίθετα προς τους αιρετικούς (Χιλιαστές, Προτεστάντες), σεβόμαστε και τιμάμε όχι μόνο τους αγίους, αλλά και τα άγια λείψανά τους, τις εικόνες τους και τα αντικείμενα ακόμη που είχαν οι άγιοι όσο ζούσαν στον κόσμο αυτό, όπως την αγία εσθήτα και την αγία ζώνη της Παναγίας. Τα τιμάμε δε και τα προσκυνούμε, διότι «αυτός που αγγίζει λείψανο μάρτυρος γίνεται κοινωνός της θείας Χάριτος που κατοικεί στο σώμα του αγίου» (Μέγας Βασίλειος). Απόδειξι δε ότι τα λείψανα και τα αντικείμενα των αγίων είναι φορείς της θείας Χάριτος, είναι τα θαύματα που έγιναν και γίνονται δια μέσου αυτών. Και νεκρός αναστήθηκε, όταν ακούμπησε το λείψανο του Προφήτου Ελισσαίου (Δ’ Βασιλειών ιγ’ 21). Η σκιά του Αποστόλου Πέτρου και μαντήλια του Αποστόλου Παύλου γίνονταν μέσα θαυματουργικών ιάσεων και εκδιώξεως δαιμονίων (Πράξεων ε’ 15 και ιθ’ 11). Αμέτρητα θαύματα μαρτυρούνται στα ιερά προσκυνήματα της Παναγίας της Τήνου, του Αγίου Σπυρίδωνος, του Αγίου Γερασίμου και των άλλων αγίων της Εκκλησίας μας. Τα πραγματοποιεί η Θεία Χάρις «για να μη τιμώνται μόνο οι ψυχές των δικαίων και αγίων, αλλά να πιστέψωμε ότι υπάρχει και στα σώματά τους δύναμι, και όταν ακόμη είναι νεκρά. Υπάρχει δε αυτή η θεία δύναμι μέσα σ’ αυτά, γιατί κατοίκησαν εκεί επί χρόνια άγιες ψυχές, τις οποίες υπηρέτησαν τα άγια σώματα» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων).

«Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν». Ας τιμάμε λοιπόν κι εμείς ορθοδόξως την Παναγία και τους αγίους, προσπαθώντας κυρίως να μιμηθούμε την αξιοθαύμαστη πολιτεία τους.

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (15 Αυγούστου)

Κατά την Παράδοσι όταν κοιμήθηκε η Θεοτόκος, συγκεντρώθηκαν θαυματουργικά στη Γεθσημανή οι Απόστολοι, που βρίσκονταν σε διάφορα μέρη της οικουμένης μαθητεύοντας «πάντα τα έθνη», και κήδευσαν το σώμα της μητέρας του Κυρίου. Το αειπάρθενο σώμα κηδεύθηκε, ενώ την καθαρή ψυχή της παρέλαβε ο Υιός Της στη Βασιλεία των ουρανών. Την ιερή αυτή σκηνή απεικονίζει και η Ορθόδοξη εικονογραφία, ενώ την εκφράζει και ποιητικά το εξαποστειλάριο της Εορτής: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθ­σημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

Η Παναγία μας δίδαξε με την αγία ζωή της και την αφοσίωσί της στο Χριστό, μας διδάσκει και με την Κοίμησί της. Όπως εκείνη προσευχήθηκε και ζήτησε να κηδευθή το σώμα της Χριστιανοπρεπώς και να πάη η ψυχή της κοντά στον Υιό και Θεό της, έτσι κι εμείς πρέπει να προσευχώμαστε να είναι τα τέλη της ζωής μας «ανώδυνα και ειρηνικά», χωρίς πόνο και θλίψι, αλλά και χωρίς διάστασι από το Θεό και τους αδελφούς μας Χριστιανούς. Ακόμη να είναι τα τέλη της ζωής μας «χριστιανά και ανεπαίσχυντα», να μη μας βρη δηλαδή ο θάνατος στην αμαρτία, αλλά στην αρετή και στη μετάνοια, ώστε να σταθούμε με παρρησία μπροστά στο φοβερό βήμα του Κριτή.

«Απόστολοι εκ περάτων κηδεύσατέ μου το σώμα», ευχήθηκε η Θεοτόκος. Εμείς όμως πέρα από του να ευχώμαστε να έχωμε χριστιανά τέλη, οφείλομε προηγουμένως να «κηδεύσωμε» ένα άλλο σώμα, το «σώμα της αμαρτίας», τον παλαιό άνθρωπο, που δε νεκρώθηκε τελείως κατά το Βάπτισμα, αλλά φωλιάζει μέσα μας. Αυτός ο κακός εαυτός μας με την υπερηφάνεια και τα άλλα πάθη ξεσηκώνεται από το διάβολο, μόλις χαλαρώσομε τον αγώνα τον πνευματικό, και μας ρίχνει στην αμαρτία. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προσευχώμαστε εκτενώς στον Κύριο, ώστε με τις πρεσβείες της Θεοτόκου, των Αποστόλων και όλων των αγίων και με τον προσωπικό μας αγώνα να «κηδευθή» και νεκρωθή ο άνθρωπος της διαφθοράς, που οδηγείται από το διάβολο, και να «μας πα­ραλάβη το πνεύμα» ο Χριστός, εμπνέοντάς μας δηλαδή την «εν Χριστώ» ζωή.

Εάν επιτύχω με την κατά Χριστόν ζωή, τότε ο θάνατος του σώματός μας δεν θα είναι παρά «μετάστασις» από την εν Χριστώ ζωή του παρόντος στην αιώνια ζωή, όπου θριαμβευτικά εισήλθε και η Θεοτόκος με την κοίμησί της.

 

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (31 Αυγούστου)

Κατά την Παράδοσι μια ευσεβής Χριστιανή φύλαγε στα Ιεροσόλυμα σαν πολύτιμα κειμήλια την εσθήτα και τη ζώνη της Παναγίας. Κάποτε ο βασιλεύς Αρκάδιος μετεκόμισε τα κειμήλια στην Κωνσταντινούπολη και τα εναπέθεσε σε μία πολυτελή θήκη, την αγία Σορό. Όταν αργότερα έγινε βασιλεύς ο Λέων, συνέβη να κυριευθή από ακάθαρτο δαιμόνιο η σύζυγός του Ζωή. Έβγαλαν τότε από τη θήκη την αγία ζώνη, η οποία παρά τη μεσολά­βησι εκατοντάδων ετών έμενε ανέπαφη σαν νεοϋφασμένη, και διά του Πατριάρχου την ακούμπησαν στην βασίλισσα που θεραπεύθηκε. Μετά με ευχαριστήριους ύμνους στη Θεοτόκο κατέθεσαν και πάλι την αγία ζώνη στη Σορό. Αυτήν την κατάθεσι εορτάζομε στις 31 Αυγούστου.

Ένα ένδυμα έγινε όργανο της θείας Χάριτος. Όχι όμως ένα οποιοδήποτε ένδυμα, αλλά εκείνο που ανήκε στην Παναγία και το φορούσε στο άγιο σώμα της η τι­μιωτέρα των Χερουβείμ. Η ζώνη της έγινε όργανο της Χάριτος, επειδή και το σώμα που τη φορούσε υπήρξε δοχείο της θείας χάριτος. Το γεγονός αυτό δείχνει κάτι πολύ σπουδαίο για τη Χριστιανική ζωή. Δείχνει, ότι η αγιότητα δεν είναι κάτι που αφορά μόνο την ψυχή του ανθρώπου αλλά και το σώμα του. Ολόκληρη η ζωή μας, όλη η ψυχοσωματική μας ύπαρξι, πρέπει να είναι αγία, και όχι τμήμα μόνο αυτής της ζωής. Δεν γίνεται π.χ. να είμαστε σεμνοί στην Εκκλησία, ενώ αντίθετα στο δρόμο, ή στη θάλασσα, ή στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους να είμαστε άσεμνοι. Δεν γίνεται να προσεύχεται η ψυχή μας και σε άλλη ώρα να πορνεύη το σώμα. Δεν γίνεται ν’ αγωνιζώμαστε να είναι η ψυχή μας αγνή, ενώ τα μάτια κοιτάνε πονηρά. Αυτός ο διχασμός αποκαλύπτει την υποκρισία μας, και τελικά, ό,τι καλό επιθυμεί η ψυχή το χαλάει η σαρκική και κοσμικόφρων ζωή.

Γι’ αυτό προσπάθειά μας ας είναι, να κάνωμε τις ψυχές αλλά και τα «σώματα ημών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ». Να κάνωμε τα σώματά μας πραγματικούς ναούς του Αγίου Πνεύματος. Να δοξάζωμε και να υπηρετούμε το Θεό με την ψυχή και με το σώμα, με τα λόγια, με το ντύσιμο, με τον τρόπο βαδίσματος, με το που θα πάμε, τί θα δούμε, τί θ’ ακούσωμε. Έτσι θα μιμηθούμε την Παναγία, που και η ζώνη της ακόμη είχε ιαματική δύναμι, αφού ακουμπούσε στο άγιο σώμα της.

 

ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (8 Σεπτεμβρίου)

Προορισμός και κύριο μέλημα κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού είναι να κατακτήση τη Βασιλεία των ουρανών. είναι να γίνη από τη ζωή αυτή γνήσιος και συνειδητός πολίτης αυτής της Βασιλείας διά μέσου της τηρήσεως των εντολών του Θεού και της Χάριτος των Μυστηρίων. Γι’ αυτό και κατά κανόνα οι μνήμες των αγίων συμπίπτουν με την ημέρα της κοιμήσεώς τους. Επειδή κατά την ημέρα αυτή οι άγιοι εισήλθαν πανηγυρικά και μεγαλόπρεπα στην αιώνια ζωή και Βασιλεία, αφού προηγουμένως αγωνίστηκαν μέχρι θανάτου για να ζουν σαν μέλη της Βασιλείας. Άλλα και όταν γιορτάζωμε τη γέννησι ενός αγίου -όπως σήμερα τη γέννησι της Θεοτόκου- το κάνομε, διότι αυτός εργάσθηκε και συνετέλεσε στο να έλθη η Βασιλεία του Θεού. Έτσι η γέννησι της Παναγίας «χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη», επειδή από αυτήν βγήκε ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο οποίος «εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον».

Αφού λοιπόν πρέπει στη ζωή μας να έχη πρωταρχική σημασία η Βασιλεία του Θεού, οφείλομε στη γη αυτή να ζούμε όχι για να τρώμε, να πίνωμε και να απολαμβάνωμε τα εφήμερα αγαθά, αλλά για να αγωνιζώμαστε να είμαστε καλοί πολίτες της Βασιλείας του Θεού, καλοί Χριστιανοί. Το λίγο χρόνο της επίγειας ζωής πρέπει να μη τον σπαταλήσωμε με τα γήινα μόνο, αλλά να φροντίσωμε και για τα επουράνια και αιώνια.

Αυτό αποτελεί βίωμα των Ορθοδόξων. Βίωμα που εκφράζεται στον τονισμό της ονομαστικής εορτής του κάθε Χριστιανού. Ο εορτασμός των γενεθλίων είναι ξενόφερτη συνήθεια, που δείχνει κοσμικό φρόνημα, προσκόλλησι και προτίμηση των γήινων από τα επουράνια, γι’ αυτό και δεν συνηθίζεται στην Ορθοδοξία. Εμείς προτιμάμε την ονομαστική εορτή, διότι μας θυμίζει το Βάπτισμα, κατά το οποίο πήραμε επίσημα το όνομά μας. Όταν εορτάζωμε την ονομαστική μας εορτή, εορτάζομε ουσιαστικά την είσοδό μας στην Εκκλησία, τη Βασιλεία του Θεού. Μερικοί μάλιστα Χριστιανοί έχουν την αγία συνήθεια την ημέρα αυτή να εκκλησιάζωνται, να κοινωνούν και να ευφραίνωνται που είναι πολίτες της Βασιλείας του Θεού, της Εκκλησίας.

Το μήνυμα του ερχομού της Βασιλείας του Θεού που εμήνυσε το Γενέθλιο της Θεοτόκου, ας μας παρακινήση σε μεγαλύτερη συνέπεια στις απαιτήσεις αυτής της Βασιλείας.

 

 Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (28 Οκτωβρίου)

Ο ορθόδοξος Χριστιανικός λαός μας έχει βαθειά πεποίθησι, ότι η Παναγία είναι «θερμή προστάτις και βοηθός» κάθε πιστού, και «ετοίμη αντίληψις των προστρεχόντων» εις αυτήν. Γι’ αυτό ονομάζει τη Θεοτόκο Γοργοεπήκοο και της έχει αφιερώσει ωραιότατες ικετευτικές Ακολουθίες, όπως το Μεγάλο και το Μικρό Παρακλητικό Κανόνα. Αλλά ο λαός μας πιστεύει, ότι η Παναγία είναι και προστάτις ολοκλήρου του Ελληνικού έθνους και αποδίδει τις νίκες και τη σωτηρία του πολλές φορές στις θαυματουργικές επεμβάσεις της Θεοτόκου. Οι γενναίοι Βυζαντινοί πρόγονοί μας έβλεπαν τη Θεοτόκο να τους οδηγή στα τείχη της Βασιλεύουσας και να τρομάζη τους εχθρούς. Στίφη βαρβάρων Αβάρων απο­κρούσθηκαν θαυματουργικά από αμάχους χάρις στην Παναγία, που οι Βυζαντινοί ωνόμασαν «Υπέρμαχο Στρατηγό», και της αφιέρωσαν τον Ακάθιστο Ύμνο. Και σε άλλες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας έγινε αισθητή η προστασία της Παναγίας: Στην Επανάστασι του 21 αλλά και στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ότι μια φούχτα πεινασμένοι και με πόδια σαπισμένα από τα κρυοπαγήματα Έλληνες νίκησαν τις στρατιές των Ιταλών το 40 δεν ήταν ένα θαύμα της Παναγίας, που τιμώρησε τους Ιταλούς για τον άνανδρο τορπιλισμό της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου; Γι’ αυτό και ο Ελληνικός λαός κάνει κάθε χρόνο γιορτή στις 28 Οκτωβρίου, για να υμνήση τη Θεοτόκο για τη Σκέπη της προς τους Έλληνες.

Η Θεομητορική αυτή εορτή διδάσκει κάτι βασικό για μας. Ότι το μικρό και ολιγάριθμο έθνος μας επιβίωσε μέσα στους αιώνες και κάτω από τρομερές επιβουλές λαών δυνατωτέρων και πολυαριθμοτέρων όχι μόνο χάρις στις αρετές των Ελλήνων, τη φιλοπατρία και τον ηρωισμό. Επιβίωσε κυρίως χάρις στην προστασία του Θεού και την τεράστια προσφορά της Εκκλησίας. Αν η Εκκλησία δεν διατηρούσε και στις πιο σκοτεινές ακόμη περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας αναμμένη τη λαμπάδα της πίστεως και ακμαία την εθνική συνείδησι, και αν ο Θεός διά της Θεοτόκου δεν υπεράσπιζε τα ελληνικά όπλα και τους δίκαιους αμυντικούς αγώνες δεν θα υπήρχαμε σαν λαός. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς βρισκόμαστε στα πρόθυρα της ενοποιήσεως με άλλους λαούς της Ευρώπης. Αν θέλωμε να επιβιώσωμε σαν λαός είναι ανάγκη να διατηρήσωμε την εθνική μας ταυτότητα, αλλά και τον σύνδεσμό μας με την ορθόδοξη πίστι και την Εκκλησία. Η Χάρις του Θεού και η ακοίμητη προστασία της Παναγίας μπορούν να μας κάνουν να μεγαλουργήσωμε. Σ’ αυτούς λοιπόν τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, που όλες οι σκοτεινές δυνάμεις πασχίζουν να μας αποχρωματίσουν σαν Έλληνες και σαν ορθόδοξους, εμείς ας αγωνιστούμε να μη χάσωμε τους πολύτιμους πνευματικούς θησαυρούς που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Έτσι η Σκέπη της Παναγίας θα εξακο­λουθήση να μας προστατεύη από τον εθνικό αφανισμό.

 

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (21 Νοεμβρίου)

Οι ευσεβείς Ισραηλίτες Ιωακείμ και η σύζυγός του Άννα υπέμεναν καρτερικά για πολλά χρόνια τον «ονειδισμόν της ατεκνίας». Δεν απελπίζονταν όμως και με πόθο ψυχής ζητούσαν από τον Κύριο ένα παιδί, το οποίο, αφού θα ήταν δώρο του Θεού, σαν δώρο θα το αφιέρωναν στον Κύριο. Η κόρη που τους έδωσε ο Θεός, αίροντας θαυματουργικά την στειρότητα της Άννας, ήταν δώρο και στους ευσεβείς γονείς της και προς την ανθρωπότητα όλη: Η Παρθένος Μαρία, η μελλοντική μητέρα του Λόγου του Θεού, που θα σαρκωνόταν. Εκπληρώνοντας το τάμα τους οι γονείς της Παρθένου την αφιέρωσαν στα τρία της χρόνια στο Ναό του Θεού. Οι ιερείς με πομπή εισήγαγαν την Μαρία στα Άγια των Αγίων, όπου έζησε με προσευχή και μελέτη βιώνοντας την παρουσία του Θεού, που την προετοίμαζε για το μεγάλο έργο της. Την είσοδο της Παναγίας στο Ναό γιορτάζομε κατά την εορτή των Εισοδίων.

Ο Ναός του Θεού έγινε για την Παρθένο πηγή ζωής, εμπνεύσεως, πνευματικής καλλιέργειας. Αν εκείνος ο Ναός, που ήταν τύπος και σκιά, έγινε πηγή τέτοιας ωφέλειας, πόσο μεγαλύτερη είναι η ωφέλεια από το Χριστιανικό ναό, την Εκκλησία! Εκεί αναγεννιόμαστε με το Βάπτισμα, εκεί παίρνομε τα θεία χαρίσματα με το Χρίσμα, εκεί κοινωνούμε την ουράνια τροφή της θείας Ευχαριστίας, εκεί καθαριζόμαστε από τους ρύπους της αμαρτίας με την Εξομολόγησι, εκεί διδασκόμαστε το λόγο του Θεού, εκεί κατηχούμεθα, εκεί μελετάμε μαζί με άλλους Χριστιανούς τη Γραφή και προσευχόμαστε από κοινού. Η Εκκλησία είναι το λιμάνι μας, η τροφός μας, το κέντρο της ζωής μας! Η απουσία από αυτήν είναι σταδιακός θάνατος, η τακτική όμως παρουσία είναι ζωή και πηγή κάθε καλού.

Αλλά η Παναγία έγινε η «κλίμαξ δι’ ης κατέβη ο Θεός» γιατί προετοιμάστηκε και εμπνεύσθηκε όχι μόνο από τη φοίτησί της στο Ναό, μα και από τους ευσεβείς γονείς της. Ο Ιωακείμ και η Άννα ήταν άνθρωποι αρετής. Δεν έλεγαν μόνο, αλλά και έπρατταν το Νόμο του Θεού. Η Παρθένος είχε μπροστά στα μάτια της δυο υποδείγματα αγιότητος. Έτσι δημιουργήθηκαν οι ευνοϊκές προϋποθέσεις για να καρποφορήση η Θεία Χάρις στην πνευματικά εύφορη ψυχή της Θεομήτορος. Ακόμη οι γονείς της Παναγίας ήταν εκείνοι που την οδήγησαν και αφιέρωσαν στο Ναό, γνωρίζοντας καλά ότι την εμπιστεύονται στα χέρια του Θεού, κοντά στον οποίο υπάρχει ασφάλεια και χαρά.

Οι σημερινοί λοιπόν χριστιανοί γονείς που κυριεύονται από αγωνία για τα παιδιά τους, βλέποντας τις επαναστατικές τάσεις της νεολαίας και την απομάκρυνσί της από τα πατροπαράδοτα, ας μιμηθούν τους γονείς της Θεοτόκου. Ας δίνουν στα παιδιά τους όχι μόνο λόγια, αλλά και παράδειγμα ζωής. Ας τα διδάξουν από μικρά το θέλημα του Κυρίου, ας τα μάθουν να προσεύχωνται, να εκκλησιάζωνται, να εξομολογούνται, να πηγαίνουν στο Κατηχητικό. Έτσι μόνο, θα δρέψουν αγαθούς καρπούς στη ζωή των παιδιών τους.

Η Παρθένος με τα Εισόδια και το παράδειγμά της μας λέει: «Άφετε τα παιδία -και τους εαυτούς σας- ελθείν» προς τον Κύριο και την εκκλησία Του. Εκεί υπάρχει ασφάλεια, πνευματική προκοπή και σωτηρία.

 

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (26 Δεκεμβρίου)

Στο σοφά καθωρισμένο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας παρατηρείται, ότι συχνά μετά από μία Δεσποτική εορτή, αφιερωμένη στο πρόσωπο και το έργο του Σωτή­ρος Χριστού, ακολουθεί μία Θεομητορική εορτή, αφιερωμένη στη Μητέρα του Θεανθρώπου. Έτσι μετά τα Πάθη και την Ανάστασι του Χριστού γιορτάζομε τη Ζωοδόχο Πηγή, μετά τη Μεταμόρφωσι έχομε την Κοίμησι της Θεοτόκου και μετά τα Χριστούγεννα τη Σύναξι, δηλαδή την Ευχαριστιακή συγκέντρωσι των πιστών προς τιμήν εκείνης που υπηρέτησε στο μέγα θαύμα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.

Η σύνδεσι αυτή Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών εκφράζει το στενό σύνδεσμο, που υπήρχε ανάμεσα στο Χριστό και στη μητέρα Του. Σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ζωής του Κυρίου παρουσιάζεται στο πλευρό Του σιωπηλή και πιστή η μητέρα Του. Στην υπερφυσική σύλληψι κατά τον Ευαγγελισμό, στη Γέννησι, στην Περιτομή, στο Σταυρό, στην ταφή. Παντού όπου Εκείνος πήγαινε, η Θεοτόκος ακολουθούσε «και συνετήρει πάντα.... συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής». Αλλά και μετά την Ανάστασι και μέχρι την Ανάληψι του Κυρίου στους ουρανούς η Παναγία ήταν μεταξύ εκείνων που είδαν τον Αναστάντα, Του μίλησαν και Τον άκουσαν. Αυτόν τον ισχυρό σύνδεσμο μεταξύ του Κυρίου και της Θεοτόκου φανερώνει και η εικονογραφία της Εκκλησίας μας, η οποία κατά κανόνα σ’ όλες τις εικόνες της Παναγίας την παριστάνει μαζί με τον Υιό της.

Το μήνυμα λοιπόν που μας δίνει η Υπεραγία Θεοτόκος μέσω της εορτής της Συνάξεώς της είναι, ότι σαν ορθόδοξοι Χριστιανοί οφείλομε να έχωμε στενό σύνδεσμο με τον Σωτήρα μας Χριστό. Κανένα και τίποτε να μη βάζωμε πάνω από το Χριστό στη ζωή μας. Αυτός να είναι ο Αρχηγός και Κύριός μας. Αυτόν να ποθούμε να συναντήσωμε κάθε μέρα και ώρα με την προσευχή και τη μελέτη του λόγου Του. Η σφοδρότερη επιθυμία μας να είναι να δεχθούμε μέσα μας το Σώμα και το Αίμα Του με τη Θεία Μετάληψι. Να τρέχωμε συχνά στον πνευματικό ν’ αποθέσωμε το βρώμικο ρούχο της αμαρτίας και να ενδυθούμε το Χριστό με την άφεσι. Το θέλημά Του ν’ αγωνιζώμαστε σε κάθε βήμα να τηρήσωμε. Σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ζωής μας Αυτός να ποθούμε πρώτα να είναι παρών: Στο Γάμο μας, στη Βάπτισι των παιδιών μας, παντού.

Η Παναγία με το στενό σύνδεσμό της με τον Υιό και Θεό της εξυψώθηκε και αξιώθηκε να γίνη «τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα των Σεραφείμ». Επομένως κι εμείς αν πάρωμε σύντροφο και κυβερνήτη του πλοίου της ζωής μας τον Κύριο Ιησού Χριστό, θα πλεύσωμε με ασφάλεια προς το ακύμαντο λιμάνι της αιώνιας ζωής, όπου «οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών».

Thursday, 21 January 2021

Τέμπλο(ν) - Εικονοστάσιο

Η λέξη τέμπλο προέρχεται από την λατινική λέξη templum που σημαίνει τέμενος, δηλαδή, χώρος ιερός, διακριτός από κάποιον άλλο και προοριζόμενος για τη λατρεία του Θεού.
Το τέμπλο ως ένα είδος διαχωριστικού φράγματος (μεταξύ του κυρίως ναού και του άδυτου) δεν ήταν άγνωστο στους προχριστιανικούς αρχαίους ελληνικούς και ιουδαΐκούς ναούς.
Φυσικό σύνορο ανάμεσα στον ανθρώπινο κόσμο (κυρίως ναός) και τον επουράνιο (ιερό βήμα), το τέμπλο συνιστά συμβολικό σημείο συνάντησης του νοητού και του αισθητού, του επέκεινα και του εφήμερου.
Χαμηλά και υψηλά φράγματα-τέμπλα κατασκευασμένα από μέταλλο η ξύλο, ενώ από τα μέσα του 4ου αιώνα και λίθινο, ύψους από 30 έως 70 εκατοστά (εξ αυτού προκύπτουν οι ονομασίες του ως «στηθέον» ή «θώραξ», επειδή προσέγγιζε στο ύψος του ανθρώπινου στήθους σχεδόν ως τον 7ο αιώνα οπότε και αναφέρονται μόνο υψηλά φράγματα) τα εκκλησιαστικά τέμπλα (εικονοστάσια) συγκροτούν τις πιο χαρακτηριστικές και επιβλητικές αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές ενότητες του εσωτερικού χώρου των νεοελληνικών ναών.

περισσότερα εδώ


Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΛΟΥ*

Τί εἶναι τέμπλο – ὁρισμός
Τὸ τέμπλο ἢ ἀλλιῶς φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου ἢ μέγα εἰκονοστάσι ἢ ἁπλά εἰκονοστάσιο εἶναι ἕνα βυζαντινῆς καταγωγῆς ἀρχιτεκτονικὸ μοτίβο, τὸ ὁποῖο εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ τὸν τοῖχο ὁ ὁποῖος διαχωρίζει τὸ Ἅγιο Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ βρίσκονται σήμερα οἱ Δεσποτικὲς καὶ ἄλλες ἱερὲς εἰκόνες.
Ἔτσι ὀνομάζεται στοὺς ὀρθοδόξους ἱεροὺς ναοὺς μία ξύλινη ἢ μαρμάρινη κατασκευή, ἡ ὁποία χωρίζει τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὸ Ἱερὸ Βῆμα. Τὸ Ἱερὸ Βῆμα, χῶρος «ἄβατος» καὶ πολὺ ἱερός, φράσσεται καὶ προστατεύεται ἀρχικὰ μὲ τὴν κατασκευὴ αὐτή, ἕνα χαμηλὸ δηλαδὴ κιγκλίδωμα, τὸ ὁποῖο προοδευτικὰ ὑψώνεται καὶ εἶναι γνωστὸ ὡς φράγμα Πρεσβυτερίου, Τέμπλο ἢ καὶ Εἰκονοστάσι (ἀργότερα)… Ἡ κατασκευὴ αὐτὴ δύναται νὰ παραλληλισθεῖ μὲ ἀνάλογα κιγκλιδώματα σὲ ταφικὰ μνημεῖα -καὶ ἰδιαίτερα στοὺς τάφους μαρτύρων- τὰ ὁποῖα εἶχαν ὡς κύριο σκοπὸ ἀφενὸς τὴ διαφύλαξη τῆς ἱερότητος τοῦ χώρου τῶν Μαρτυρίων-Ναῶν, καὶ ἀφετέρου τὴν τοποθέτηση προσκυνηματικῶν ἱερῶν Εἰκόνων (πρβλ. καὶ τὸν ὅρο «Εἰκονοστάσιον», ὁ ὁποῖος βέβαια ἐπικρατεῖ ἀργότερα, 11ος αἰ.).
Τὸ τέμπλο ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὰ κομμάτια τὰ ὁποῖα τὸ συνθέτουν· τὰ μέρη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται τὸ φράγμα τοῦ πρεσβυτερίου εἶναι: α) τὸ ἐπιστύλιο μὲ εἰκόνες ποὺ παριστάνουν σκηνὲς ἀπὸ τὸ Δωδεκάορτο (τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ τέμπλου), β) τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες ποὺ παριστάνουν τὴν Παναγία, τὸν Χριστό, τὸν Ἅγιο στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς καὶ τὴν Δέηση γ), τὰ βημόθυρα μὲ παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ Ἁγίους. Η κεντρική τοῦ θύρα ὀνομάζεται Ὡραία Πύλη, ἐνῷ οἱ πλαϊνὲς παραπόρτια. Πρὶν ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη ὑπάρχει ὁ σολέας, ἕνα εἶδος ὑπερυψωμένου διαδρόμου πανω στὸν ὁποῖο γίνεται η μετάληψη τῶν πιστῶν. Ὁ σολέας συμβολίζει τὸν ποταμὸ τοῦ πυρός, ὁ ὁποῖος διαχωρίζει
τοὺς δίκαιους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλούς. Στὶς σειρὲς τῶν εἰκόνων τοῦ τέμπλου οι ἱερὲς μορφὲς τοποθετοῦνται μὲ ἁρμονικὴ τάξη καὶ αὐστηρὴ συνέπεια.
Οἱ μορφὲς τοῦ φράγματος - τέμπλου ποικίλλουν ἀναλογα με τὶς ἐποχὲς καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς λατρείας. Ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως κατηγορίες τέμπλου: α) μαρμάρινο (κυρίως τὸν 4ο μὲ 5ο αἰώνα), β) ξυλόγλυπτο, κατασκευασμένο δηλαδὴ ἀπὸ ξύλο ποὺ κοσμεῖται μὲ εἰκόνες καὶ γ) κτιστὸ ποὺ κοσμεῖται μὲ τοιχογραφίες.

Ἱστορία τοῦ τέμπλου
Ἀπὸ τὰ πρῶτα βήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται κάποια ἰδιαίτερα κτήρια ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ τὴν συνάθροιση τοῦ λαοῦ καὶ την τέλεση τοῦ πρώτου καὶ σημαντικότερου μυστηρίου, τῆς Θείας Εὐχαριστίας δηλαδή, διαχωρίσθηκε καὶ ξεχώρισε ὁ τόπος, ποὺ ἐτελεῖτο αὐτὴ ἀπὸ τὸ πρεσβυτέριο. Τὸ φράγμα λοιπὸν τοῦ πρεσβυτερίου γνώρισε μία πάρα πολὺ μεγάλη ἐξέλιξη. Πῆρε διάφορες μορφὲς ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πρὶν καταλήξει στὴ σημερινὴ μορφή. Ἀπὸ ἕνα χαμηλὸ καὶ ἁπλὸ διαχωριστικὸ φράγμα μεταξύ του ἱερατείου καὶ τοῦ λαοῦ κατέληξε γιὰ παράδειγμα στὴν Ὀρθόδοξη Ρωσία ἕνα πανύψηλο τεῖχος, τὸ ὁποῖο σὲ πολλὲς περιπτώσεις φθάνει μέχρι καὶ τὴν ὀροφή.
Ἡ τέχνη ἀλλὰ καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ χρησιμοποιήθηκε κατὰ καιροὺς γιὰ τὴν κατασκευὴ ποὺ ποικίλλουν. Ἀρχικὰ χρησιμοποιήθηκε κατὰ κόρον τὸ ξύλο ἢ ὁ σίφηρος ἀλλὰ στὴν πιὸ ἐκλεπτυσμένη καὶ μεταγενέστερή του μορφή, τὸ μάρμαρο ἦταν ἐκεῖνο ποὺ τοῦ ἀπέδωσε λαμπρότητα καὶ πολυτέλεια. Ὁ χριστιανικὸς ναός, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα παίρνει ἕνα σταθερὸ προσανατολισμὸ μὲ τὸ Ἱερὸ Βῆμα πρὸς ἀνατολάς, ὡς γνωστὸν χωρίζεται κατὰ μίμηση τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομώντα (ὁ ὁποῖος ἦταν ἐπίσης στραμμένος στὴν ἀνατολὴ) σὲ τρία μέρη: τὸν πρόναο, ποὺ προορίζεται γιὰ τοὺς κατηχουμένους, τὸν κυρίως Ναό, στὸν ὁποῖο παραμένουν οἱ πιστοὶ καὶ στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ἀπὸ τὸν δ΄ αἰ. μὲ τὸ διάταγμα τῆς Ἀνεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) καὶ τὴν ἀνέγερση τῶν ναῶν, τὸ τέμπλο μὲ τὰ καταπετάσματα ὑπάρχουν γιὰ νὰ εἶναι τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀθέατο στοὺς πιστοὺς (οὔτε νὰ ἀκοῦν οὔτε νὰ βλέπουν).
Τὸν ε΄καὶ στ΄ αἰ. ὑψηλὸ καὶ χαμηλὸ τέμπλο συνυπάρχουν, ἐνῷ ἀπὸ τὸν ζ΄αἰ. δὲν πιστοποιεῖται πλέον χαμηλὸ τέμπλο (φράγμα). Ἡ μορφὴ τοῦ τέμπλου παγιώθηκε μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καὶ τὴ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας. Η Ἀναίμακτος θυσία γινόταν πάντα μὲ κλειστὰ τὰ βημόθυρα καὶ τὰ παραπετάσματα. (ἀπὸ τὴ Μεγάλη Εἴσοδο μέχρι τὸ «Μετὰ φόβου»). Στὶς παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς ἀρχικῶς λοιπὸν τὸ τέμπλο εἶχε τὴ μορφὴ χαμηλοῦ κυγκλιδώματος, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται «κιγκλίδες, κάγκελλοι, κάγκελλα» καὶ οἱ εἴσοδοι «καγκελοθύρια» ἢ «Ἅγια Θύρα». Κατασκευάζονταν ἄλλοτε ἀπὸ ξύλα ποὺ πλέκονταν χιαστί, ἄλλοτε ἀπὸ μέταλλο καὶ ἄλλοτε ἀπὸ λίθο, ὅποτε ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τετράγωνους πεσσίσκους, μεταξὺ τῶν ὁποίων παρεμβάλονταν ἀνάγλυφες ἢ ἀμφιγλυφὲς πλάκες ποὺ ὀνομάζονταν «στήθεα» ἢ «θώρακες» καὶ διακοσμοῦνται μὲ διάφορα θέματα π.χ. μὲ τὸν ἐντὸς κύκλου σταυρό, τὸ μονογράφημα τοῦ Χριστοῦ, κληματίδες ἢ πτηνὰ κ.λπ. Ἡ ὡραία Πύλη ἐξαίρεται ὅμως εἴτε μὲ ἕνα τόξο πάνω ἀπὸ αὐτήν, ποὺ στηρίζεται σὲ δύο κίονες ἢ μὲ τὴ διαμόρφωση ἑνὸς προστώου. Τοποθετοῦνται δηλαδὴ τέσσερις κίονες καὶ ἐπάνω ἀπὸ αὐτὴν ἕνας μικρὸς θόλος ἢ πλάκα.
Ἀργότερα τὸ φράγμα καὶ ὁλόκληρο τὸ Βῆμα ἀνυψώνεται περισσότερο καὶ πάνω στοὺς πεσσίσκους τοποθετοῦνται μικροὶ κίονες ποὺ ἑνώνονται στὴν ἀπόληξή τους μὲ τὸ ἐπιστύλιο. Ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς τοποθετοῦνται τὰ βῆλα (κουρτίνες). Οἱ εἰκόνες ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς τὶς κολῶνες θὰ τοποθετηθοῦν ἀργότερα, τὸν 14ο αἰώνα ὅπου τότε καταργοῦνται τὰ βῆλα καὶ τὴ θέση τους καταλαμβάνουν οἱ εἰκόνες. Ἑκατέρωθεν τῆς Ἁγίας Πύλης τοποθετοῦνται εἰκόνες τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου, ἐνῷ στὰ ὑπόλοιπα κενὰ τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τοῦ Ἁγίου τοῦ ναοῦ, ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι κ.τλ. Ἀπὸ τὸν 8ο μὲ 9ο αἰ. ἐπικρατεῖ τὸ ὑψηλὸ τέμπλο καί, ἐπειδὴ διακοσμεῖται πλουσιότερα, ὀνομάζεται «κοσμήτης». Στὴ Ρωσία ἡ ἀνύψωση φθάνει μέχρι καὶ τὴν ὀροφὴ τοῦ ναοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ διαδίδεται καὶ σὲ ἀρκετὲς περιοχὲς τοῦ Ὀρθοδόξου κόσμου.
 
Μέχρι τὸ τέλος τοῦ 14ου αἰώνα τὸ ρωσικὸ τέμπλο διατηρεῖ σχετικὰ μέτριες διαστάσεις καὶ κάποια τεκμήρια ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ὕψος του δὲν εἶναι τέτοιο ποὺ νὰ ἐμποδίζει τοὺς πιστοὺς νὰ παρακολουθήσουν τὴ λειτουργικὴ δράση ποὺ ἐκτυλίσσεται στὸ ἱερό. Εἶναι μόνο στὸν 15ο αἰώνα, ποὺ ἀρχίζει νὰ πλαταίνει στοὺς καθεδρικοὺς ναοὺς καὶ στὶς μεγάλες μοναστικὲς ἐκκλησίες, πάνω ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα πέτρινα ἢ ξύλινα κιγκλιδώματα ὕψους περίπου 1.5 μ., μὲ τὰ ὑπερμεγέθη ἰκριώματα τοῦ τέμπλου τῶν πέντε βαθμίδων, πού, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συστοιχίες τῶν μεσιτῶν καὶ τὶς εἰκόνες τῶν τότε ἁγίων, περιλαμβάνει μία 4η καὶ 5η συστοιχία, ἀφιερωμένες στοὺς προφῆτες καὶ τοὺς πατριάρχες.
Τὸ ἱερὸ Βῆμα λοιπὸν χωρίζεται ἀπὸ τὸν κυρίως ναὸ μὲ το τέμπλο, τὸ ὁποῖο διαμορφώθηκε σταδιακὰ ὅπως ἀναφέρθηκε ἤδη ὅποτε πῆρε τὴ σημερινή του μορφή. Τὸ σημερινὸ τέμπλο, ὅπως δείχνει καὶ ὁ M. Winkler, εἶναι καταρχὴν τὸ χώρισμα πού, ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, τὸν καιρὸ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομόνωνε τὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸν ναό. Ὄντας διαφανές, (ἀποτελούμενο γενικὰ ἀπὸ ἕνα πέτρινο ἢ μαρμάρινο ἰκρίωμα, ἐλάχιστα ἀνασηκωμένο καὶ διακοσμημένο μὲ χριστιανικὰ ἐμβλήματα), συμβόλιζε τὴ διάκριση καὶ ταυτόχρονα τὴ συνάντηση, ἀλλὰ χωρὶς χωρισμό, μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, τοῦ αἰώνιου, οὐράνιου κόσμου καὶ τοῦ ἐφήμερου, γήινου κόσμου, τῆς ἔνδοξης Ἐκκλησίας ποὺ ἔχει ἤδη ἀνεβεῖ στοὺς οὐρανούς, στὸν Χριστὸ καὶ τὸ πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βασανίζεται καὶ μάχεται.

Σήμερα, στὰ εἰκονοστάσια βρίσκονται ἀφενὸς ζωγραφισμένες μεγάλες εἰκόνες, ἀφετέρου, κάτω ἀπὸ αὐτές, εἶναι ἀνηρτημένες μικρὲς εἰκόνες μὲ τὸ ἴδιο θέμα γιὰ προσκύνηση. Οἱ μεγάλες εἰκόνες ποὺ παρετίθενται σὲ αὐτὸ εἶναι αὐτὲς της Παναγίας ἀπὸ ἀριστερά, τοῦ Χριστοῦ στὰ δεξιά, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστοῦ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου στὸν ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένος ὁ ναὸς ἀριστερά της Παναγίας.
 
Ἡ Θεολογία τοῦ τέμπλου
Τὸ τέμπλο ἢ φράγμα δὲν εἶναι καινοτομία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀλλὰ ἀποτελεῖ συνέχεια ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τό τέμπλο ἀντικατέστησε τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ (τοῦ Σολομῶντος), ὅπου ἔκρυβε τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ἀπὸ τὸν κυρίως Ναό.
Τὸ Εικονοστάσιο ἢ Τέμπλο χωρίζει τὸ Ἱερὸ Βῆμα ἀπὸ τὸν κυρίως ναό, διαχωρίζει τὴν ἁψίδα μαζὶ μὲ τὸ θυσιαστήριο. Ὡστόσο δὲν ἀποτελεῖ διαχωριστικὸ τοῖχος, ἀλλὰ συνδετικὸ κρίκο μεταξὺ τῶν δύο κόσμων, τοῦ αἰσθητοῦ καὶ τοῦ νοητοῦ. Εἶναι ἕνα σύνορο ποὺ χωρίζει τὸν ἀνθρώπινο κόσμο (κυρίως ναὸς) ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο (ἱερὸ βῆμα). Τὸ σημερινὸ τέμπλο ποὺ βλέπουμε στὶς ἐκκλησίες μας διαμορφώθηκε ἔτσι ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν τέχνη τοῦ «μπαρὸκ» (εἰκονοστάσια Ρωσίας, Βαλκανίων, Ἱεροσολύμων καὶ Ἁγίου Ὄρους). Πάνω στὸ εἰκονοστάσι τοποθετοῦνται οἱ ἱερὲς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστης μας. Στὸ πάνω μέρος τοῦ εἰκονοστασίου βρίσκεται τὸ λεγόμενο δωδεκάορτο. Ἐπίσης τοποθετοῦνται στὸ πάνω μέρος τοῦ εἰκονοστασίου σὲ μικρὸ μέγεθος οἱ εἰκόνες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Προφητῶν. Στὴν κορυφὴ τοποθετεῖται ὁ σταυρὸς μὲ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Θεολόγο ποὺ ἀπεικονίζουν τὴ Σταύρωση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διακόσμηση μὲ τὴν ἄμπελο συνήθως συμπληρώνει τὴν ὅλη εἰκόνα τοῦ εἰκονοστασίου. Οι πιστοὶ εἶναι τὰ κλήματα ποὺ πρέπει νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ἄμπελο τὴν ἀληθινὴ γιὰ νὰ πάρουν τὴ θεία ζωὴ καὶ νὰ ἀνέβουν στὰ οὐράνια.
Τὸ Ἅγιο Βῆμα πολὺ νωρὶς συνδέθηκε μὲ τὸν χῶρο τοῦ ὑπερώου ὅπου ελαβε χώρα ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος. Συμβόλιζε ἐπίσης τὸ θεοδόχο ὄρος Σινᾶ, στὸ ὁποῖο καλυμμένο «ζόφῳ καὶ γνόφῳ καὶ θυέλλῃ» εἰσέρχεται ὂ ἱερέας σὰν ἄλλος Μωυσὴς γιὰ νὰ τελετουργήσει τὸ μυστήριο.
Πολλοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ τέμπλο καὶ εἶδαν διάφορους συμβολισμούς σ’ αὐτό, ἰδιαιτέρως ὅμως ἐξαίρονται τὰ βημόθυρα, ἡ Ὡραία Πύλη.
Σ’ αὐτὰ εἶδαν την Θεοτόκο, ἢ ὁποία γίνεται ἡ θύρα τὴν ὁποία διέρχεται ὂ Χριστὸς γιὰ νὰ ἔλθει στὸν κόσμο. Ἔτσι λοιπόν μὲ τὴν διακονία Της στὸ μυστήριο τῆς Δεσποτικῆς Οἰκονομίας ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε ἡ Πύλη ποὺ βλέπει ἀνατολικά. Γι΄ αὐτὸ πρὶν ἀρχίσει τὴ Θεία Λειτουργία ὁ λειτουργὸς ἱερέας, ἀνοίγοντας τὴν Ὡραία Πύλη – ἐπὶ τῆς ὁποίας ἁγιογραφεῖται συνήθως ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου – λέγει τὸ κατανυκτικὸ τροπάριο «Τῆς εὐσπλαχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν εὐλογημένη Θεοτόκε…». Ζητᾶ ἔτσι ἀπὸ τὴν Παναγία ν’ ἀνοίξει τὴν πύλη τῆς μητρικῆς Της ἀγάπης γιὰ νὰ εἰσέλθει ὁ Χριστός μεσα στους πιστους και αυτοί να εισελθουν μεσα σ’ Αὐτόν.
Θὰ πρέπει νὰ διευκρινιστεῖ ὅτι τὸ τέμπλο δὲν εἶναι κάτι ποὺ διαχωρίζει τὸ ἱερὸ ἀπὸ τὸ βέβηλο, τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὸ μὴ Ἅγιο. Ἴσως σὲ κάποια στιγμή – σὲ ἐποχὲς καὶ περιστάσεις δύσκολες – νὰ ἀπέκοψε τρόπον τινὰ τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν τελεσιουργία τοῦ Μυστηρίου τῶν Μυστηρίων. Παρόλα αὐτὰ ἀντιθέτως συμβολίζει κάτι τὸ τελείως διαφορετικό.
Ἄλλες φορές ἁπλό, ἄλλες πιὸ σύνθετο, διαφορετικὸ ἀπὸ ναὸ σὲ ναὸ τὸ τέμπλο, ὅπως καὶ νὰ ἔχει, χωρίζει καὶ ταυτόχρονα ἑνώνει τὸν Οὐρανὸ μὲ τὴ Γῆ, Τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο! Ἄλλως μπορεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι εἶναι προορισμένο γιὰ αὐτὸν τὸν σκοπό. Προορισμένο νὰ συμβολίζει τὴ συνάντηση καὶ συμφιλίωση τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο, τοῦ Οὐρανοῦ μὲ τὴ Γῆ, μὲ τὴ συμμετοχὴ ὁλόκληρής της Ἐκκλησίας στὴ μεσιτεία καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναδικοῦ Μεγάλου Ἱερέα, τὸ τέμπλο δὲν μοιάζει νὰ ἔχει παρεκτραπεῖ ἀπὸ τὸ σκοπό του, ἀφοῦ σταματᾶ καὶ συλλαμβάνει, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν προσευχὴ τοῦ χριστιανικοῦ συνόλου, ἀντὶ νὰ τὴν ὁδηγεῖ καὶ νὰ την ἀναμειγνύει, ὅπως τὸ νερὸ ἀναμειγνύεται μὲ τὸ κρασὶ τῆς Εὐχαριστίας, στὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία.
Ἐξάλλου δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς κλῆρος καὶ λαὸς συμμετέχουν στὰ Μυστήρια καὶ πὼς ὅλοι μαζί, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας πορευόμαστε πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὁ Θεός ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς ἑνώνει, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς χωρίζει. Ἡ Θεολογία τοῦ τέμπλου ἐν κατακλείδι εἶναι ὁ προορισμὸς ἐκεῖνος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ τοῖχος ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τὸ ἱερὸ ἀπὸ τὸν ὑπολοιπο Ναό, ποὺ ναὶ μὲν χωρίζει, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἑνώνει μυστικὰ Θεὸ καὶ άνθρωπο!

Λειτουργική σημασια τοῦ τέμπλου – Λειτουργική Ἀναγέννηση

Ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση στοχεύει στὴν κατάργηση τοῦ τέμπλου στὴ σημερινή του μορφή, ποὺ ἐπιτείνει τὴ διάκριση κλήρου καὶ λαοῦ. Ἡ ἀναγέννηση αὐτὴ δὲν συνιστᾶ την ἐπαναφορὰ τοῦ πρωτοχριστιανικοῦ μοντέλου, ἀλλὰ τὴ μορφὴ ποὺ εἶχε μετὰ τὸ θρίαμβο τῶν εἰκόνων, μὲ «στήλους» (ἐξ οὗ καὶ ὁ γνωστὸς ὅρος «ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων») καὶ χαμηλὰ θωράκια, στὸ ὕψος τῶν ὁποίων θὰ μποροῦσαν νὰ τοποθετηθοῦν μικρὲς φορητὲς εἰκόνες, ἀντὶ τῶν γιγαντιαίων σημερινῶν. Στοχεύει μὲ ἄλλα λόγια στὴν ἐπαναφορὰ τῆς ὀρθόδοξης ναοδομίας στὴν ἀρχική της μορφὴ (παλαιοχριστιανικὴ ἢ πρώιμη βυζαντινή), μὲ ἀνάδειξη τῶν στοιχείων ἐκείνων ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν πρωτοποριακὴ ἐπανάσταση τῆς βυζαντινῆς τεχνοτροπίας τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, ὑπογραμμίζει (α) τὴ φωτεινότητα τοῦ χώρου, καὶ (β) τὸ εὐρύχωρο στὴ λειτουργικὴ διαρρύθμιση τοῦ χώρου. Μὲ ἁπλὰ λόγια στόχος αὐτῆς τῆς ἀναγέννησης εἶναι ἡ συμμετοχὴ τῶν λαϊκῶν ποὺ θὰ πρέπει νὰ μετατραποῦν ἀπὸ ἁπλοὶ θεατὲς καὶ παθητικοὶ δέκτες τῶν τελουμένων σὲ ἐνεργητικοὶ συλλείτουργοι.
Ὅπως καὶ νἄχει, τὸ τέμπλο μικρὸ ἢ μεγάλο, ξύλινο ἢ μαρμαρινο, μὲ θαυμαστό, μεγαλοπρεπῆ διακοσμο ἢ μὲ ἁπλὸ διακοσμο τὸ τέμπλο συμβολίζει τὴν ἕνωση τοῦ Οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ, τὴν ἐπικοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Κατεβαίνει ὁ Οὐρανός, ὁ Θεὸς στὴ γῆ κατὰ τὴν τελεσιουργία ἐνός μυστηρίου καὶ εὐλογεῖ καὶ ἁγιάζει τοὺς πιστούς . Τὸ τέμπλο δὲν θὰ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ, ὅπως ἀναφέρθηκε καὶ πρίν, ὅτι διαχωρίζει τὸ Ἅγιο ἀπὸ τὸ μὴ Ἅγιο· σὲ καμμία περιπτωση δὲν γίνεται κάτι τέτοιο. Τὸ φράγμα κυριολεκτικὰ καὶ ἀνθρώπινα, ὑλικὰ χωρίζει τὸν ἀνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, νοητά, πνευματικὰ καὶ ψυχικὰ ὅμως τοὺς ἑνώνει. Μὲ τὰ γήινα μάτια φαίνεται ἡ ἀποκοπὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ πλήρης ἕνωση καθὼς στὸ τέμπλο σταματοῦν καὶ ἀνεβαίνουν οἱ προσευχὲς τῶν πιστῶν στὸν Οὐρανό, στὸν Θεό.

* Ἐργασία στὸ μάθημα τῆς Ἀρχαιολογίας Ε΄ ἑξαμήνου
Δημοσιεύτηκε στις 18/07/2012
Μαρίας Χατζηγκούμα
Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας ΑΠΘ

Tuesday, 10 November 2020

Τὸ πρόσφορο

Γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι ἀπαραίτητο τὸ πρόσφορο. Ἀπὸ τὸ πρόσφορο ὁ ἱερεὺς θὰ βγάλει, κατά τήν Προσκομιδή, τὸ μέρος ἐκεῖνο πού θὰ γίνει τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸν «Ἀμνό», ἀλλὰ καὶ τὶς μερίδες τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν δικῶν μας ὀνομάτων (ζώντων καὶ κεκοιμημένων), πού θὰ μνημονευθοῦν.
Γιά νά γίνει ὅμως τὸ πρόσφορὸ μας εὐπρόσδεκτο καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο, πρέπει νά ἔχουμε καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος μὲ νηστεία, προσευχή καὶ ἐγκράτεια. Δέν μποροῦμε νά ζυμώνουμε πρόσφορα καί νά τά πηγαίνουμε νά λειτουργηθοῦν καί οἱ ἴδιοι νά μένουμε ἀμέτοχοι τοῦ Μυστηρίου, ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Αὐτός πού ζυμώνει, ὀφείλει νά φροντίσει καὶ γιά τή δική του σωματικὴ καὶ ψυχικὴ προετοιμασία. Δηλαδὴ νά ἔχει χριστιανικό βίο.

Πρίν ἀρχίσει τό ζύμωμα νά προσεύχεται, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά εὐλογήσει τό ἔργο του (στό τέλος τοῦ κειμένου ἐπισυνάπτουμε ἕνα τύπο προσευχῆς γιά τόν ζυμωτή). Κατά τή διάρκεια ἐπίσης τοῦ ζυμώματος, ἀσκεῖ ἰδιαίτερα, τὴν προσευχή (λέγοντας τούς χαιρετισμοὺς στήν Παναγία ἢ παρακλήσεις, ἢ τὴν Εὐχὴ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νά συνοδεύουν τὴν παρασκευὴ τοῦ προσφόρου, πού πρόκειται νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τὸν πιὸ ἱερὸ σκοπό, νά γίνει Σῶμα Χριστοῦ.

Ἰδιαίτερα ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε τήν προετοιμασία τοῦ χώρου, στόν ὁποῖο θὰ παρασκευάσουμε τὸ πρόσφορο. Φροντίζουμε, δηλαδή, νά εἶναι πάντα καθαρός καί τακτοποιημένος. Ἀνάβουμε καντήλι ἢ κερὶ καὶ θυμιατὸ. Ἐπίσης, τὰ σκεύη πού θὰ χρησιμοποιήσουμε γιά τὸ σκοπὸ αὐτό, νά εἶναι καθαρὰ καὶ νά ἐξυπηρετοῦν μόνο τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου καὶ καμιὰ ἄλλη οἰκιακὴ ἀνάγκη. Τὸ ἀλεύρι νά εἶναι ἀρίστης ποιότητος, εἰδικὰ ξεχωρισμένο γιά τά πρόσφορα.

Ἡ διαδικασία παρασκευῆς τοῦ προσφόρου

Ἀποβραδὺς κοσκινίζουμε τὸ ἀλεύρι, πού θὰ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὸ μέγεθος τοῦ προσφόρου μας. Καλὸ εἶναι τὸ σκληρὸ (κίτρινο), ἢ 1/4 ἄσπρο καὶ 3/4 κίτρινο. Γιά ἕνα πρόσφορο χρειάζεται 700 γραμ. ἀλεύρι· (ἄν εἶναι λίγο μεγαλύτερο τό πρόσφορό μας, ἀκόμα καλύτερα. Ὁ ἱερέας θά βγάλει περισσότερο Ἀντίδωρο). Κατόπιν, ἀναπιάνουμε τὸ προζύμι: Ἔχουμε κρατημένο ἀπὸ προηγούμενο ζύμωμα λίγο προζύμι, τὸ ὁποῖο διατηροῦμε σὲ μέρος δροσερὸ ἢ στό ψυγεῖο, ὅταν ὁ καιρὸς εἶναι ζεστός. Ζεσταίνουμε λίγο νερό, τόσο ὅσο χρειάζεται γιά νά γίνει χλιαρό. Τὸ δοκιμάζουμε καὶ μὲ τὸ χέρι μας. Δέν πρέπει νά εἶναι καφτό, γιατὶ θὰ καεῖ τὸ προζύμι καὶ δέν θὰ γίνει. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χλιαρὸ νερὸ λιώνουμε τελείως τὸ προζύμι νά γίνη χυλός.

Τέλος, προσθέτουμε ἀλεύρι, ἀπ’ αὐτὸ πού ἔχουμε κοσκινίσει γιά τὸ ζύμωμα, ὥστε νά γίνει μία ζύμη πολὺ-πολὺ μαλακή. Σταυρώνουμε μὲ τὸ χέρι μας τὸ προζύμι, τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ μὲ κουβέρτα γιά νά μὴν κρυώσει, καὶ τὸ ἀφήνουμε σὲ χῶρο ζεστό, γιά νά γίνει . Τὴν ἄλλη μέρα, πρὶν ζυμώσουμε, θά ἀνάψουμε κανδήλι ἤ κερί καί θὰ θυμιάσουμε τὸ χῶρο μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή.

Ἐνῶ δὲ τὰ χέρια θὰ δουλεύουν, τὸ στόμα καὶ ὁ νοῦς θὰ προσεύχονται, κατά δύναμη. Κατόπιν, ῥίχνουμε μέσα σὲ λεκάνη τὸ ἀλεύρι, ἀφοῦ κρατήσουμε προηγουμένως λίγο, γιά τὴν περίπτωση πού θὰ μᾶς χρειασθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ζυμώματος. Στό κέντρο τοῦ ἀλευριοῦ κάνουμε μία μικρὴ γουβίτσα καὶ ῥίχνουμε μέσα τὸ προζύμι, τὸ ἀνάλογο ἁλάτι (ἕνα κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ) καὶ λίγο νερὸ, μόλις χλιαρό.

Ἀρχίζουμε μετά νά ζυμώνουμε πρῶτα πολὺ καλὰ μὲ τὶς γροθιὲς μας, μὲ δύναμη καὶ γρήγορο ῥυθμὸ περίπου 20΄. Δοκιμάζουμε τή ζύμη μας κόβοντάς την μὲ ἕνα μαχαίρι. Ἂν ἔχει μέσα φουσκάλες, δηλ. ἀέρα, θεωρεῖται καλὰ ζυμωμένη. Οἱ φουσκάλες ὅμως αὐτὲς πρέπει νά φύγουν στή συνέχεια μὲ πολὺ καλὸ πλάσιμο, ἔτσι ὥστε, ὅταν κόψουμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο,μετὰ τὸ πλάσιμο, τή ζύμη νά μὴν ὑπάρχει μέσα της οὔτε ἡ παραμικρὴ φουσκάλα. Κι αὐτὸ γιατὶ, ἀργότερα, ὅταν τὸ πρόσφορο ζεσταθεῖ στό φοῦρνο, ὁ ἀέρας θὰ προσπαθήσει νά βγεῖ ἐπάνω καὶ θὰ χαλάσει τή σφραγίδα.

 Ἡ ζύμη πρέπει νά εἶναι σκληρή: νά μπαίνη μέσα τὸ δάχτυλο καὶ νά μὴν κολάει. Ἂν γίνει μαλακή, προσθέτουμε λίγο ἀλεύρι, ἀπὸ αὐτὸ πού κρατήσαμε. Ἂν γίνει ὑπερβολικὰ σκληρή, βρέχουμε τὰ χέρια μας σὲ χλιαρὸ νερὸ καὶ ξαναζυμώνουμε, ὥσπου νά πετύχουμε τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ, νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο.

Τὸ πλάσιμο

Πλάθουμε τὴν ζύμη πολὺ καλὰ σὲ καθαρή καὶ λεία ἐπιφάνεια, καὶ μὲ δύναμη τὴν τρίβουμε, ὥστε νά πέσει καὶ νά μὴν μείνει μέσα της ἀέρας . Ἔτσι τὴν ἀναμοχλεύουμε διαρκῶς καὶ, κυλώντας την καὶ τρίβοντάς την, μέχρι νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νά γίνουν σὲ 10΄. Ὅταν τελειώσει τὸ πλάσιμο, χαράζουμε τὸ ζυμάρι μὲ ἕνα μαχαίρι σταυροειδῶς. Ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ σταυροῦ πού σχηματίστηκε, κρατᾶμε ἕνα μικρὸ κομμάτι, πού θὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε ὡς προζύμι στό ἑπόμενο ζύμωμα.

Μετὰ ξαναδουλεύουμε τή ζύμη παρὰ πολὺ καλά, στρογγυλεύοντάς την σὰν μπάλα καὶ τὴν γυρίζουμε ἀπὸ τὴν ὄψη. Κατόπιν, παίρνουμε ἕνα ταψάκι διαμέτρου 18-20 ἑκ. τὸ ζεσταίνουμε καὶ τὸ ἀλείφουμε μὲ καθαρὸ κερὶ στόν πάτο καὶ στήν γύρω ὄρθια ἐπιφάνεια. Τὰ κάνουμε αὐτά, γιά νά μὴν κολάει μετὰ τὸ πρόσφορο. Τό κερί μπορεῖ νά παραμείνει καί γιά τό ἑπόμενο πρόσφορο (περίπου τρεῖς φορές μπορεῖ, ἄν τό ταψί εἶναι καλά κερωμένο καί δέν πλυθεῖ, νά δητηρήσει τήν ἀντικολλητική του δυνατότητα.

Δέν χρησιμοποιοῦμε ποτέ λάδι, βούτυρο κτλ. στή βάση τοῦ ταψιοῦ, γιατί αὐτό καίγεται καί μυρίζει τό πρόσφορο.

Τὸ σφράγισμα

Τοποθετοῦμε στό κέντρο τοῦ ταψιοῦ τὸ πρόσφορο, μὲ τὴ στιλπνὴ ἐπιφάνεια πρὸς τὰ πάνω. Παίρνουμε τή σφραγῖδα, σταυρώνουμε μὲ αὐτή τὸ πρόσφορο, καὶ μετὰ τήν πατᾶμε μὲ δύναμη, νά μπεῖ πολύ βαθιὰ μέσα στό ζυμάρι. Τήν τραβοῦμε πρὸς τὰ πάνω μὲ προσοχὴ καὶ ἂν τυχὸν μείνουν ζυμαράκια πάνω της, τὰ καθαρίζουμε μὲ ἐπιμέλεια. Γιατί ἄν αὐτά παραμείνουν θά ξεραθοῦν καί τὸ ἑπόμενο πρόσφορο πού θὰ ζυμωθεῖ μετά ἀπό μέρες, δέν θὰ σφραγισθεῖ καλά.

Σὲ περίπτωση πού ζυμωθοῦν δύο πρόσφορα, μέχρι νά πλάσουμε τὸ δεύτερο, ἐκεῖνο πού ἔχει πλασθεῖ πρῶτο πρέπει νά μείνει σκεπασμένο μὲ πετσέτα καὶ νάϋλον ἀπὸ πάνω, γιά νά μὴν πιάσει τὸ ζυμάρι κρούστα. Τὸ ἴδιο καὶ στό σφράγισμα, μέχρι νά σφραγισθεῖ καὶ τὸ δεύτερο πρόσφορο, τὸ πρῶτο πού ἔχει ἤδη σφραγισθεῖ μένει σκεπασμένο.

Τὸ φούσκωμα

Ἀφοῦ, λοιπόν, σφραγίσουμε τὸ πρόσφορο, σκεπάζουμε τὸ ταψάκι μὲ μία μεγαλύτερη καί βαθιά λεκάνη, καὶ ἀπὸ πάνω τοποθετοῦμε μία καθαρή πετσέτα καὶ μία ζεστή κουβέρτα. Τό ἀφήνουμε μετά νά γίνει 1 ½ ὥρα ἢ καὶ περισσότερο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή καὶ.τή θερμοκρασία πού ἔχει ὁ χῶρος. Καταλαβαίνουμε δέ, ὅτι ἔγινε, ἄν, πατώντας το μὲ τὸ δάχτυλο, σχηματίζεται στὸ ζυμάρι μία βούλα, καὶ ἀμέσως, σὰν ἐλαστικό, τὸ ζυμάρι ἐπανέρχεται στή θέση του ἢ μόλις τὸ πρόσφορο πάει νά σκάσει. Ἐπίσης θεωρεῖται γινομένο ὅταν ἔχει διπλασιασθεῖ περίπου ὁ ὄγκος του. (Χρειάζεται προσοχὴ γιά νά μὴν παραγίνη ἡ ζύμη καί ξυνίσει).

Τρυπᾶμε στή συνέχεια μετά τὸ πρόσφορο μὲ ἕνα μακρύ καί λεπτό ξυλάκι, φροντίζοντας αὐτό νά φθάσει βαθιὰ μέχρι τὸ ταψί, ὥστε νά μπορεῖ νά βγαίνει ὅλος ὁ ἀέρας. Προσοχὴ νά μὴν τρυπήσουμε κοντὰ στόν Ἀμνό, ἀλλὰ ἔξω, γύρω ἀπό τή σφραγίδα, στίς ἄκρες τοῦ σταυροῦ.

Τὸ ψήσιμο

Ἔχουμε νωρίτερα ἀνάψει τὸ φοῦρνο στούς 250° (ἀνάλογα, βέβαια, μὲ τὸν φοῦρνο), ὥστε νά εἶναι ἤδη καυτὸς στήν κανονικὴ του θερμοκρασία, καὶ βάζουμε μέσα τὸ πρόσφορο καὶ τὸ ἀφήνουμε σ’ αὐτὴ τή θερμοκρασία 15΄- 20΄ (μπορεῖ ἕως καὶ 35΄, θά τό παρακολουθοῦμε) νά ῥοδίσει πολὺ ἐλαφρά. Τὸ σκεπάζουμε μὲ χαρτοπετσέτα ἢ ἀλουμινόχαρτο, ἄν χρειασθεῖ, κατεβάζουμε τὸ φοῦρνο στούς 200° ἢ καὶ στοὺς 1800, γιά 40΄ ἢ καὶ 45΄ καὶ τὸ παρακολουθοῦμε.

 Ἀφοῦ περάσει περίπου 1 ½ ὥρα, ἀπὸ τή στιγμή πού βάλαμε τὸ πρόσφορο μέσα, κλείνουμε τὸ φοῦρνο καὶ βγάζουμε τὸ πρόσφορο, τὸ τοποθετοῦμε σὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ σκεπάζουμε μὲ κουβέρτα, ἕως ὅτου κρυώσει καλὰ (χρειάζεται πολλὲς ὧρες γιά νά κρυώσει καλά). Γιά νά ψηθεῖ καλά τὸ πρόσφορο χρειάζεται συνολικά περίπου 1 ½ ὥρα. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι τό πρόσφορό μας ἔχει ψηθεῖ καλά, ἄν δέν εἶναι βαρύ καί, ἄν κτυπώντας το ἀπό κάτω, ἀκούγεται σάν νά εἶναι μέσα κούφιο.

 Τό πρόσφορο πρέπει νά εἶναι ζυμωμένο τουλάχιστον 24 ὧρες πρίν ἀπό τήν Προσκομιδή, γιατί ἄν εἶναι πολύ μαλακό, ὁ ἱερεύς δυσκολεύεται κατά τή μνημόνευση νά βγάλει τίς μερίδες

Πῶς φτιάχνεται τὸ προζύμι

Συνήθως, ἀφοῦ ζυμώσουμε, κρατοῦμε προζύμι γιά τὴν ἑπομένη φορά. Μποροῦμε νά φτιάξουμε κι ἐμεῖς προζύμι γρήγορα καὶ εὔκολα. Σὲ χλιαρὸ νερὸ «ἴσα–ἴσα νά δέχεται τὸ χέρι» (περίπου 35ο) ῥίχνουμε «μιὰ χεριὰ» κοσκινισμένο ἀλεύρι. Τὸ ἀνακατεύουμε ἐλαφρά, ὥστε νά γίνει παχύρρευστη μᾶζα. Τὸ ἀφήνουμε ἕνα μερόνυχτο (σέ ζεστό μέρος καί καλά σκεπασμένο) γιά «νὰ γίνει», δηλαδὴ νά ἐνεργοποιηθοῦν οἱ μύκητες. Ὅταν τὸ προζύμι εἶναι ἕτοιμο, τὸ «ἀναπιάνουμε» γιά ζύμωμα.

Τὸ προζύμι συνήθως γίνεται μετά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου) ἤ μετά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Κι αὐτό γιατί, μέ τό βασιλικό ἤ τά σταυρολούλουδα, σταυρώνουμε πρῶτο τό νερό (αὐτό πού θά δεχθεῖ τό ἀλεύρι γιά νά γίνει προζύμι), προσευχόμενοι καί ψάλλοντας τά τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Σέ ἄλλα μέρη, πάλι, συνηθίζεται νά εὐλογεῖται τό πρόπλασμα τοῦ προζυμιοῦ ( τό νερό καί τό ἀλεύρι) στόν Ἱερό Ναό, κατά τήν Ἀγρυπνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἤ μέ τήν εὐλογία τῶν Ἁγίων Λειψάνων.

 Αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι ὁ χρόνος ἤ ὁ τόπος, ἀλλά ἡ εὐλογία τῶν ὑλικῶν. Καί γι’αὐτό ἐνδείκνυται νά ἐρωτᾶται πάντα γι’αὐτό ὁ Πνευματικός ἤ ὁ ἱερέας τῆς Ἐνορίας μας.

Πῶς γίνεται τὸ Ἀνάπιασμα

Βγάζουμε ἀπ’ τὸ ψυγεῖο τὸ προζύμι, τὸ ἀφήνουμε λίγη ὥρα νά ξεπαγώσει. Ἐτοιμάζουμε χλιαρὸ νερὸ «νὰ δέχεται τὸ χέρι» καὶ διαλύουμε τὸ προζύμι. Προσθέτουμε ἀλεύρι ἀνακατεύοντας μέχρι ἡ ζύμη νά γίνει πηκτὸς χυλός. Τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ ἀφήνουμε περίπου 6 ὧρες «νὰ ἀναπαυτεῖ».

Τί χρειαζόμαστε γιά τὸ Πρόσφορο

  1. Μία καλή ξυλογλύπτη σφραγίδα (ἄν ἡ σφραγίδα εἶναι καινούργια, μία ἑβδομάδα πρὶν τὸ ζύμωμα, ζεσταίνουμε σὲ μπρίκι ἐλαιόλαδο. Ἀλείφουμε τή σφραγίδα καὶ τὴν τυλίγουμε μὲ μία πετσέτα. Τὴν ἀφήνουμε μία ἑβδομάδα νά πιεῖ τὸ λάδι. Ἔτσι δέν ἔχει φόβο νά σκάσει τὸ ξύλο. Δέν τὴν πλένουμε ποτέ. (Προσοχή: Κυκλοφοροῦν στό ἐμπόριο σφραγῖδες μέ βλάσφημο ἐγχάρακτο μήνυμα. Προμηθεύεσθε πάντοτε ἐκκλησιαστικά εἴδη ἀπό φερέγγυες πηγές).
  2. Ἕνα. ταψάκι βαθὺ μὲ διάμετρο 18 ἢ 20 ἑκ.
  3. Ἕνα κόσκινο γιά τὸ ἀλεύρι .
  4. Μία λεκάνη γιά τό ζύμωμα.
  5. Μία λεκανίτσα γιά τό ἀνάπιασμα τοῦ προζυμιοῦ.
  6. Μία καθαρή, εἰ δυνατόν ἀχρησιμοποίητη, μεγάλη λινή πετσέτα.
  7. Μία καθαρή, εἰ δυνατόν ἀχρησιμοποίητη, κουβέρτα.
  8. Ἕνα.πύλινο ἤ ἀνοξείδωτο μικρό δοχεῖο γιά νά φυλάξουμε τό προζύμι.
  9. Καθαρό κερί γιά τό ταψί.

Στήν Ἁγία Προσκομιδή ὁ ἱερέας εὔχεται:

“Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐξαποστείλας σωτῆρα καὶ λυτρωτὴν καὶ εὐεργέτην, εὐλογοῦντα καὶ ἁγιάζοντα ἡμᾶς· αὐτὸς εὐλόγησον τὴν πρόθεσιν ταύτην καὶ πρόσδεξαι αὐτὴν εἰς τὸ ὑπερουράνιόν σου θυσιαστήριον· μνημόνευσον, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, τῶν προσενεγκόντων καὶ δι᾿ οὓς προσήγαγον καὶ ἡμᾶς ἀκατακρίτους διαφύλαξον ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν θείων σου μυστηρίων. Ὅτι ἡγίασται καὶ δεδόξασται τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.”

Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀμοιβή γιά τό μικρό αὐτό ἔργο μας. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα πλούσια καί δεδομένη σέ κάθε προσφορά μας.

Καλή Διακονία

Sunday, 9 August 2020

Το Αντίδωρο

Όλοι γνωρίζουμε ότι το αντίδωρο είναι ένα μικρό κομμάτι από το πρόσφορο που δίδεται από τους ιερείς στους πιστούς μετά την Θεία Λειτουργία. Τι ακριβώς συμβολίζει όμως;


Το αντίδωρο είναι μικρό κομμάτι από την προσφορά που ύψωσε ο λειτουργός ιερέας στην αγία Πρόθεση, από την οποία βγήκε ο «αμνός», που μεταφέρεται στην αγία Τράπεζα για να μεταβληθεί σε Σώμα Χριστού. Βγαίνει από τα πρόσφορα που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θεία Λειτουργία, γι’ αυτό και ονομασία πρόσφορο, από το ρήμα προσφέρω. Πρώτα εξάγεται ο αμνός που συμβολίζει το σώμα του Ιησού Χριστού. Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων, δηλαδή πάντων και πασών των αγίων της Εκκλησίας. Τέταρτον εξάγεται η μερίδα υπέρ του οικείου επισκόπου και πέμπτον εξάγονται οι μερίδες των ζώντων και κεκοιμημένων, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης Εκκλησίας (πρόκειται για μαργαρίτες, μικρά δηλ. ψίχουλα). Τα υπόλοιπα των προσφόρων που προσκομίζονται στην Πρόθεση είναι αυτά που ονομάζουμε Αντίδωρα.
Το μοιράζει ο ιερέας στο τέλος της Θ. Λειτουργίας σε όσους δεν κοινώνησαν. Δηλαδή αντί του Δώρου (Θεία Κοινωνία) που έλαβαν όσοι εκοινώνησαν, οι μη κοινωνήσαντες λαμβάνουν το «αντίδωρο».
Το μέγεθος των Αντιδώρων κατά τη Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά τέτοιο που να επαρκεί ώστε να διανέμεται σε όσους δεν μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων. Η Εκκλησία ορίζει ο πιστός να λαμβάνει κάθε φορά Δώρο, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η ίδια δεν επιθυμεί όμως και εκείνοι που δεν είναι προετοιμασμένοι για τη μετοχή του Δώρου, να φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να λαμβάνουν κάτι. Είναι το Αντίδωρον μια πράξη αγάπης και φιλανθρωπίας για όλους εκείνους του αναξίους της μετοχής. Και μπορεί το Αντίδωρο να μην είναι το ίδιο Σώμα του Χριστού, όμως είναι άρτος «ηγιασμένος» γιατί σφραγίστηκε ολόκληρος με τη λόγχη και δέχθηκε από το λειτουργούντα και προσκομίζοντα Ιερέα τα άγια λόγια.

Το Αντίδωρο τρώγεται εκείνη την ώρα που λαμβάνεται από τον ιερέα και ο πιστός καλείται να είναι νηστικός. Λαμβάνοντας μόνος του κανείς το Αντίδωρο στερείται της ευκαιρίας να λάβει την ευλογία του Λειτουργούντος Ιερέως.
Επειδή το πρόσφορο θεωρείται το σώμα της Παναγίας, για αυτό το σχήμα του προσφόρου είναι στρογγυλό, ομοιάζοντας με την κοιλιά της Παναγίας απ’ την οποία εξάγεται ο Χριστός, ομοίως και το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου Παναγίας.
Ο ιερέας όταν μοιράζει το Αντίδωρο στους πιστούς λέει την ευχή: «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι επί σε», σε κάθε χριστιανό που προσέρχεται. Και με την ευχή αυτή προσφέρει μία ακόμη ευλογία, στις άλλες δύο που είναι αυτό τούτο το Αντίδωρο και ο ασπασμός του χεριού του.
Δεν έχει σημασία να κρατήσεις αρκετά αντίδωρα, για να τρως ένα κάθε πρωί, θεωρώντας ότι έτσι μεταλαμβάνεις κάθε ημέρα. Το Αντίδωρον είναι αντί της μετοχής των αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη μέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Μαζί με τον εκκλησιασμό έρχεται ή το Δώρο, ή το Αντίδωρον.

dogma.gr

Saturday, 25 April 2020

Εὐχολόγιον

Το Ευχολόγιον είναι ένα λειτουργικό βιβλίο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που περιλαμβάνει τις ακολουθίες της Βαπτίσεως, τού Γάμου, δηλ. είναι συλλογή των χριστιανικών ευχολογικών κειμένων, που αναγιγνώσκονται ή ψάλλονται σε όλες τις ιερές ακολουθίες, των διαφόρων εορτών, θρησκευτικών τελετών κ.λπ.

 Γενικά
Το Μεγάλο Ευχολόγιον αποτελεί ένα από τα κυριότερα βιβλία της λειτουργικής της Εκκλησίας, που περιέχει την ακολουθούμενη διάταξη αναφοράς ευχών:
  • της ακολουθίας του Εσπερινού, του Όρθρου, τη διάταξη της Θείας Λειτουργίας
  • τις Θείες Λειτουργίες τού Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, τού Βασιλείου τού Μεγάλου, των Προηγιασμένων
  • του μεγάλου και μικρού Αγιασμού
  • τις ακολουθίες άλλων μυστηρίων, όπως Βάπτισης, Γάμου, Ευχελαίου, Τρισαγίου, χειροθεσίας, κουράς μοναχού, μετάδοσης οφφικίων, καθιερώσεως ναού, εξοδίου ακολουθίας
  • καθώς και πολλές άλλες που αφορούν διάφορες περιστάσεις, όπως ευχές εις ασθενείς, ψυχορραγούντας, κά.

Είδη Ευχολογίων

Το Ευχολόγιον διακρίνεται επιμέρους στο «Μεγάλο Ευχολόγιον» και στο «Μικρό Ευχολόγιον». Στο μεν Μεγάλο περιλαμβάνονται όλα τα προηγούμενα, στο δε Μικρό Ευχολόγιον περιέχονται τα απολύτως χρήσιμα καθ' ημέρα για τον λειτουργό της Εκκλησίας, εξ ου και λέγεται επίσης και "Αγιασματάριον".
Επίσης μια ιδιαίτερη διάκριση είναι το λεγόμενο Αρχιερατικόν, το οποίο περιλαμβάνει πρόσθετες (ιδαίτερες) ευχές, που αναγιγνώσκονται μόνο από αρχιερείς κατά την παρουσία και συμμετοχή τους, σε πάσης φύσεως ιερουργίες (ακολουθίες, αγιασμούς, και διάφορες αρχιερατικές τελετές).

Ιστορία

Το αρχαιότερο σωζώμενο Ευχολόγιο τού Βυζαντινού λειτουργικού τύπου είναι ο Βαρβερινός κώδικας 336 του τέλους του 8ου αιώνα. Οι συλλογές αυτές περιέχουν υλικό διαφόρων εποχών, από τον 4ο αιώνα μέχρι την εποχή της σύνταξής τους και διαφόρων συγγραφέων. Από το Ευχολόγιο προήλθαν πιο εύχρηστες συλλογές ευχών και ακολουθιών, χωρίς να αποκλείεται και η αντίστροφη πορεία, ότι δηλαδή από τις μικρές συλλογές προήλθε η μεγάλη.

Πηγές


Διονύσιος Ανατολικιώτης:  Εὐχολόγιον εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιλαμβάνει τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν μυστηρίων, ἱεροτελεστιῶν καὶ ἱεροπραξιῶν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.  Εἶναι ἀπὸ τὰ βασικώτερα χριστιανικὰ βιβλία (ὅπως καὶ τὸ ῾Ωρολόγιον τὸ μέγα) καὶ πιθανώτατα τὸ δεύτερο ἢ τρίτο σὲ ἀρχαιότητα λειτουργικὸ βιβλίο τῆς ᾿Εκκλησίας.  Λόγῳ τῆς σπουδαιότητός του τὸ Εὐ­χολόγιον σῴζεται σὲ ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ χειρογράφων, τὰ ὁποῖα διαθέ­τουν ποικιλία περιεχομένων, καὶ ἔχουν ἄλλοτε εἰδικὸ καὶ ἄλλοτε γενικὸ περιεχόμενο. Ἔτσι ὑπάρχουν χειρόγραφα ποὺ περιέχουν μόνον μία ἢ δύο λειτουργίες, ἄλλα μὲ λίγες ἀκόμη ἀκολουθίες, ἄλλα μὲ πληθώρα τελε­τῶν καὶ εὐχῶν κ.λπ..
᾿Απὸ τὸ ἔτος 1526, ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται ἀλλεπάλληλες ἔντυ­πες ἐκδόσεις εὐχολογίων, οἱ ὁποῖες γίνονταν ἀνάρπαστες.  Σιγὰ σιγὰ καθιερώθηκαν δύο βασικοὶ τύποι τοῦ ἐντύπου βιβλίου, τὸ Εὐχολόγιον τὸ μέγα καὶ τὸ ῾ΑγιασματάριονΜικρὸν Εὐχολόγιον.  Τὸ Μέγα Εὐχολό­γιον στὴν καθιερωμένη ἀπὸ αἰώνων σύνθεσί του περιέχει τὶς ἱεροτελε­στίες τῶν ἑπτὰ μυστηρίων, τὶς τάξεις τῶν διαφόρων χειροτονιῶν καὶ χει­ροθεσιῶν, τὴν ἀκολουθία τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, τὶς ὑπόλοιπες ἱερο­πραξίες καὶ εὐχὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ᾿Εκκλησία σὲ διάφορες ἀνάγκες καὶ περιστάσεις, καθὼς καὶ τὰ ἀποστολοευαγγέλια τῶν ἐπισημοτέρων ἑορτῶν.