Tuesday 10 November 2020

Τὸ πρόσφορο

Γιά τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας, εἶναι ἀπαραίτητο τὸ πρόσφορο. Ἀπὸ τὸ πρόσφορο ὁ ἱερεὺς θὰ βγάλει, κατά τήν Προσκομιδή, τὸ μέρος ἐκεῖνο πού θὰ γίνει τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸν «Ἀμνό», ἀλλὰ καὶ τὶς μερίδες τῆς Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν δικῶν μας ὀνομάτων (ζώντων καὶ κεκοιμημένων), πού θὰ μνημονευθοῦν.
Γιά νά γίνει ὅμως τὸ πρόσφορὸ μας εὐπρόσδεκτο καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο, πρέπει νά ἔχουμε καθαρότητα ψυχῆς καὶ σώματος μὲ νηστεία, προσευχή καὶ ἐγκράτεια. Δέν μποροῦμε νά ζυμώνουμε πρόσφορα καί νά τά πηγαίνουμε νά λειτουργηθοῦν καί οἱ ἴδιοι νά μένουμε ἀμέτοχοι τοῦ Μυστηρίου, ἀνεξομολόγητοι καί ἀκοινώνητοι. Αὐτός πού ζυμώνει, ὀφείλει νά φροντίσει καὶ γιά τή δική του σωματικὴ καὶ ψυχικὴ προετοιμασία. Δηλαδὴ νά ἔχει χριστιανικό βίο.

Πρίν ἀρχίσει τό ζύμωμα νά προσεύχεται, ζητώντας ἀπό τόν Θεό νά εὐλογήσει τό ἔργο του (στό τέλος τοῦ κειμένου ἐπισυνάπτουμε ἕνα τύπο προσευχῆς γιά τόν ζυμωτή). Κατά τή διάρκεια ἐπίσης τοῦ ζυμώματος, ἀσκεῖ ἰδιαίτερα, τὴν προσευχή (λέγοντας τούς χαιρετισμοὺς στήν Παναγία ἢ παρακλήσεις, ἢ τὴν Εὐχὴ. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νά συνοδεύουν τὴν παρασκευὴ τοῦ προσφόρου, πού πρόκειται νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τὸν πιὸ ἱερὸ σκοπό, νά γίνει Σῶμα Χριστοῦ.

Ἰδιαίτερα ἐπίσης, πρέπει νά προσέξουμε τήν προετοιμασία τοῦ χώρου, στόν ὁποῖο θὰ παρασκευάσουμε τὸ πρόσφορο. Φροντίζουμε, δηλαδή, νά εἶναι πάντα καθαρός καί τακτοποιημένος. Ἀνάβουμε καντήλι ἢ κερὶ καὶ θυμιατὸ. Ἐπίσης, τὰ σκεύη πού θὰ χρησιμοποιήσουμε γιά τὸ σκοπὸ αὐτό, νά εἶναι καθαρὰ καὶ νά ἐξυπηρετοῦν μόνο τήν παρασκευή τοῦ προσφόρου καὶ καμιὰ ἄλλη οἰκιακὴ ἀνάγκη. Τὸ ἀλεύρι νά εἶναι ἀρίστης ποιότητος, εἰδικὰ ξεχωρισμένο γιά τά πρόσφορα.

Ἡ διαδικασία παρασκευῆς τοῦ προσφόρου

Ἀποβραδὺς κοσκινίζουμε τὸ ἀλεύρι, πού θὰ εἶναι ἀνάλογο μὲ τὸ μέγεθος τοῦ προσφόρου μας. Καλὸ εἶναι τὸ σκληρὸ (κίτρινο), ἢ 1/4 ἄσπρο καὶ 3/4 κίτρινο. Γιά ἕνα πρόσφορο χρειάζεται 700 γραμ. ἀλεύρι· (ἄν εἶναι λίγο μεγαλύτερο τό πρόσφορό μας, ἀκόμα καλύτερα. Ὁ ἱερέας θά βγάλει περισσότερο Ἀντίδωρο). Κατόπιν, ἀναπιάνουμε τὸ προζύμι: Ἔχουμε κρατημένο ἀπὸ προηγούμενο ζύμωμα λίγο προζύμι, τὸ ὁποῖο διατηροῦμε σὲ μέρος δροσερὸ ἢ στό ψυγεῖο, ὅταν ὁ καιρὸς εἶναι ζεστός. Ζεσταίνουμε λίγο νερό, τόσο ὅσο χρειάζεται γιά νά γίνει χλιαρό. Τὸ δοκιμάζουμε καὶ μὲ τὸ χέρι μας. Δέν πρέπει νά εἶναι καφτό, γιατὶ θὰ καεῖ τὸ προζύμι καὶ δέν θὰ γίνει. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ χλιαρὸ νερὸ λιώνουμε τελείως τὸ προζύμι νά γίνη χυλός.

Τέλος, προσθέτουμε ἀλεύρι, ἀπ’ αὐτὸ πού ἔχουμε κοσκινίσει γιά τὸ ζύμωμα, ὥστε νά γίνει μία ζύμη πολὺ-πολὺ μαλακή. Σταυρώνουμε μὲ τὸ χέρι μας τὸ προζύμι, τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ μὲ κουβέρτα γιά νά μὴν κρυώσει, καὶ τὸ ἀφήνουμε σὲ χῶρο ζεστό, γιά νά γίνει . Τὴν ἄλλη μέρα, πρὶν ζυμώσουμε, θά ἀνάψουμε κανδήλι ἤ κερί καί θὰ θυμιάσουμε τὸ χῶρο μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ προσοχή.

Ἐνῶ δὲ τὰ χέρια θὰ δουλεύουν, τὸ στόμα καὶ ὁ νοῦς θὰ προσεύχονται, κατά δύναμη. Κατόπιν, ῥίχνουμε μέσα σὲ λεκάνη τὸ ἀλεύρι, ἀφοῦ κρατήσουμε προηγουμένως λίγο, γιά τὴν περίπτωση πού θὰ μᾶς χρειασθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ζυμώματος. Στό κέντρο τοῦ ἀλευριοῦ κάνουμε μία μικρὴ γουβίτσα καὶ ῥίχνουμε μέσα τὸ προζύμι, τὸ ἀνάλογο ἁλάτι (ἕνα κουταλάκι τοῦ γλυκοῦ) καὶ λίγο νερὸ, μόλις χλιαρό.

Ἀρχίζουμε μετά νά ζυμώνουμε πρῶτα πολὺ καλὰ μὲ τὶς γροθιὲς μας, μὲ δύναμη καὶ γρήγορο ῥυθμὸ περίπου 20΄. Δοκιμάζουμε τή ζύμη μας κόβοντάς την μὲ ἕνα μαχαίρι. Ἂν ἔχει μέσα φουσκάλες, δηλ. ἀέρα, θεωρεῖται καλὰ ζυμωμένη. Οἱ φουσκάλες ὅμως αὐτὲς πρέπει νά φύγουν στή συνέχεια μὲ πολὺ καλὸ πλάσιμο, ἔτσι ὥστε, ὅταν κόψουμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο,μετὰ τὸ πλάσιμο, τή ζύμη νά μὴν ὑπάρχει μέσα της οὔτε ἡ παραμικρὴ φουσκάλα. Κι αὐτὸ γιατὶ, ἀργότερα, ὅταν τὸ πρόσφορο ζεσταθεῖ στό φοῦρνο, ὁ ἀέρας θὰ προσπαθήσει νά βγεῖ ἐπάνω καὶ θὰ χαλάσει τή σφραγίδα.

 Ἡ ζύμη πρέπει νά εἶναι σκληρή: νά μπαίνη μέσα τὸ δάχτυλο καὶ νά μὴν κολάει. Ἂν γίνει μαλακή, προσθέτουμε λίγο ἀλεύρι, ἀπὸ αὐτὸ πού κρατήσαμε. Ἂν γίνει ὑπερβολικὰ σκληρή, βρέχουμε τὰ χέρια μας σὲ χλιαρὸ νερὸ καὶ ξαναζυμώνουμε, ὥσπου νά πετύχουμε τὸ ποθούμενο ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ, νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο.

Τὸ πλάσιμο

Πλάθουμε τὴν ζύμη πολὺ καλὰ σὲ καθαρή καὶ λεία ἐπιφάνεια, καὶ μὲ δύναμη τὴν τρίβουμε, ὥστε νά πέσει καὶ νά μὴν μείνει μέσα της ἀέρας . Ἔτσι τὴν ἀναμοχλεύουμε διαρκῶς καὶ, κυλώντας την καὶ τρίβοντάς την, μέχρι νά γίνει λεία σὰν μάρμαρο. Ὅλα αὐτὰ πρέπει νά γίνουν σὲ 10΄. Ὅταν τελειώσει τὸ πλάσιμο, χαράζουμε τὸ ζυμάρι μὲ ἕνα μαχαίρι σταυροειδῶς. Ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ σταυροῦ πού σχηματίστηκε, κρατᾶμε ἕνα μικρὸ κομμάτι, πού θὰ τὸ χρησιμοποιήσουμε ὡς προζύμι στό ἑπόμενο ζύμωμα.

Μετὰ ξαναδουλεύουμε τή ζύμη παρὰ πολὺ καλά, στρογγυλεύοντάς την σὰν μπάλα καὶ τὴν γυρίζουμε ἀπὸ τὴν ὄψη. Κατόπιν, παίρνουμε ἕνα ταψάκι διαμέτρου 18-20 ἑκ. τὸ ζεσταίνουμε καὶ τὸ ἀλείφουμε μὲ καθαρὸ κερὶ στόν πάτο καὶ στήν γύρω ὄρθια ἐπιφάνεια. Τὰ κάνουμε αὐτά, γιά νά μὴν κολάει μετὰ τὸ πρόσφορο. Τό κερί μπορεῖ νά παραμείνει καί γιά τό ἑπόμενο πρόσφορο (περίπου τρεῖς φορές μπορεῖ, ἄν τό ταψί εἶναι καλά κερωμένο καί δέν πλυθεῖ, νά δητηρήσει τήν ἀντικολλητική του δυνατότητα.

Δέν χρησιμοποιοῦμε ποτέ λάδι, βούτυρο κτλ. στή βάση τοῦ ταψιοῦ, γιατί αὐτό καίγεται καί μυρίζει τό πρόσφορο.

Τὸ σφράγισμα

Τοποθετοῦμε στό κέντρο τοῦ ταψιοῦ τὸ πρόσφορο, μὲ τὴ στιλπνὴ ἐπιφάνεια πρὸς τὰ πάνω. Παίρνουμε τή σφραγῖδα, σταυρώνουμε μὲ αὐτή τὸ πρόσφορο, καὶ μετὰ τήν πατᾶμε μὲ δύναμη, νά μπεῖ πολύ βαθιὰ μέσα στό ζυμάρι. Τήν τραβοῦμε πρὸς τὰ πάνω μὲ προσοχὴ καὶ ἂν τυχὸν μείνουν ζυμαράκια πάνω της, τὰ καθαρίζουμε μὲ ἐπιμέλεια. Γιατί ἄν αὐτά παραμείνουν θά ξεραθοῦν καί τὸ ἑπόμενο πρόσφορο πού θὰ ζυμωθεῖ μετά ἀπό μέρες, δέν θὰ σφραγισθεῖ καλά.

Σὲ περίπτωση πού ζυμωθοῦν δύο πρόσφορα, μέχρι νά πλάσουμε τὸ δεύτερο, ἐκεῖνο πού ἔχει πλασθεῖ πρῶτο πρέπει νά μείνει σκεπασμένο μὲ πετσέτα καὶ νάϋλον ἀπὸ πάνω, γιά νά μὴν πιάσει τὸ ζυμάρι κρούστα. Τὸ ἴδιο καὶ στό σφράγισμα, μέχρι νά σφραγισθεῖ καὶ τὸ δεύτερο πρόσφορο, τὸ πρῶτο πού ἔχει ἤδη σφραγισθεῖ μένει σκεπασμένο.

Τὸ φούσκωμα

Ἀφοῦ, λοιπόν, σφραγίσουμε τὸ πρόσφορο, σκεπάζουμε τὸ ταψάκι μὲ μία μεγαλύτερη καί βαθιά λεκάνη, καὶ ἀπὸ πάνω τοποθετοῦμε μία καθαρή πετσέτα καὶ μία ζεστή κουβέρτα. Τό ἀφήνουμε μετά νά γίνει 1 ½ ὥρα ἢ καὶ περισσότερο, ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή καὶ.τή θερμοκρασία πού ἔχει ὁ χῶρος. Καταλαβαίνουμε δέ, ὅτι ἔγινε, ἄν, πατώντας το μὲ τὸ δάχτυλο, σχηματίζεται στὸ ζυμάρι μία βούλα, καὶ ἀμέσως, σὰν ἐλαστικό, τὸ ζυμάρι ἐπανέρχεται στή θέση του ἢ μόλις τὸ πρόσφορο πάει νά σκάσει. Ἐπίσης θεωρεῖται γινομένο ὅταν ἔχει διπλασιασθεῖ περίπου ὁ ὄγκος του. (Χρειάζεται προσοχὴ γιά νά μὴν παραγίνη ἡ ζύμη καί ξυνίσει).

Τρυπᾶμε στή συνέχεια μετά τὸ πρόσφορο μὲ ἕνα μακρύ καί λεπτό ξυλάκι, φροντίζοντας αὐτό νά φθάσει βαθιὰ μέχρι τὸ ταψί, ὥστε νά μπορεῖ νά βγαίνει ὅλος ὁ ἀέρας. Προσοχὴ νά μὴν τρυπήσουμε κοντὰ στόν Ἀμνό, ἀλλὰ ἔξω, γύρω ἀπό τή σφραγίδα, στίς ἄκρες τοῦ σταυροῦ.

Τὸ ψήσιμο

Ἔχουμε νωρίτερα ἀνάψει τὸ φοῦρνο στούς 250° (ἀνάλογα, βέβαια, μὲ τὸν φοῦρνο), ὥστε νά εἶναι ἤδη καυτὸς στήν κανονικὴ του θερμοκρασία, καὶ βάζουμε μέσα τὸ πρόσφορο καὶ τὸ ἀφήνουμε σ’ αὐτὴ τή θερμοκρασία 15΄- 20΄ (μπορεῖ ἕως καὶ 35΄, θά τό παρακολουθοῦμε) νά ῥοδίσει πολὺ ἐλαφρά. Τὸ σκεπάζουμε μὲ χαρτοπετσέτα ἢ ἀλουμινόχαρτο, ἄν χρειασθεῖ, κατεβάζουμε τὸ φοῦρνο στούς 200° ἢ καὶ στοὺς 1800, γιά 40΄ ἢ καὶ 45΄ καὶ τὸ παρακολουθοῦμε.

 Ἀφοῦ περάσει περίπου 1 ½ ὥρα, ἀπὸ τή στιγμή πού βάλαμε τὸ πρόσφορο μέσα, κλείνουμε τὸ φοῦρνο καὶ βγάζουμε τὸ πρόσφορο, τὸ τοποθετοῦμε σὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ σκεπάζουμε μὲ κουβέρτα, ἕως ὅτου κρυώσει καλὰ (χρειάζεται πολλὲς ὧρες γιά νά κρυώσει καλά). Γιά νά ψηθεῖ καλά τὸ πρόσφορο χρειάζεται συνολικά περίπου 1 ½ ὥρα. Εἴμαστε σίγουροι ὅτι τό πρόσφορό μας ἔχει ψηθεῖ καλά, ἄν δέν εἶναι βαρύ καί, ἄν κτυπώντας το ἀπό κάτω, ἀκούγεται σάν νά εἶναι μέσα κούφιο.

 Τό πρόσφορο πρέπει νά εἶναι ζυμωμένο τουλάχιστον 24 ὧρες πρίν ἀπό τήν Προσκομιδή, γιατί ἄν εἶναι πολύ μαλακό, ὁ ἱερεύς δυσκολεύεται κατά τή μνημόνευση νά βγάλει τίς μερίδες

Πῶς φτιάχνεται τὸ προζύμι

Συνήθως, ἀφοῦ ζυμώσουμε, κρατοῦμε προζύμι γιά τὴν ἑπομένη φορά. Μποροῦμε νά φτιάξουμε κι ἐμεῖς προζύμι γρήγορα καὶ εὔκολα. Σὲ χλιαρὸ νερὸ «ἴσα–ἴσα νά δέχεται τὸ χέρι» (περίπου 35ο) ῥίχνουμε «μιὰ χεριὰ» κοσκινισμένο ἀλεύρι. Τὸ ἀνακατεύουμε ἐλαφρά, ὥστε νά γίνει παχύρρευστη μᾶζα. Τὸ ἀφήνουμε ἕνα μερόνυχτο (σέ ζεστό μέρος καί καλά σκεπασμένο) γιά «νὰ γίνει», δηλαδὴ νά ἐνεργοποιηθοῦν οἱ μύκητες. Ὅταν τὸ προζύμι εἶναι ἕτοιμο, τὸ «ἀναπιάνουμε» γιά ζύμωμα.

Τὸ προζύμι συνήθως γίνεται μετά τήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου) ἤ μετά τήν Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Κι αὐτό γιατί, μέ τό βασιλικό ἤ τά σταυρολούλουδα, σταυρώνουμε πρῶτο τό νερό (αὐτό πού θά δεχθεῖ τό ἀλεύρι γιά νά γίνει προζύμι), προσευχόμενοι καί ψάλλοντας τά τροπάρια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Σέ ἄλλα μέρη, πάλι, συνηθίζεται νά εὐλογεῖται τό πρόπλασμα τοῦ προζυμιοῦ ( τό νερό καί τό ἀλεύρι) στόν Ἱερό Ναό, κατά τήν Ἀγρυπνία τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἤ μέ τήν εὐλογία τῶν Ἁγίων Λειψάνων.

 Αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι ὁ χρόνος ἤ ὁ τόπος, ἀλλά ἡ εὐλογία τῶν ὑλικῶν. Καί γι’αὐτό ἐνδείκνυται νά ἐρωτᾶται πάντα γι’αὐτό ὁ Πνευματικός ἤ ὁ ἱερέας τῆς Ἐνορίας μας.

Πῶς γίνεται τὸ Ἀνάπιασμα

Βγάζουμε ἀπ’ τὸ ψυγεῖο τὸ προζύμι, τὸ ἀφήνουμε λίγη ὥρα νά ξεπαγώσει. Ἐτοιμάζουμε χλιαρὸ νερὸ «νὰ δέχεται τὸ χέρι» καὶ διαλύουμε τὸ προζύμι. Προσθέτουμε ἀλεύρι ἀνακατεύοντας μέχρι ἡ ζύμη νά γίνει πηκτὸς χυλός. Τὸ σκεπάζουμε μὲ καθαρή πετσέτα καὶ τὸ ἀφήνουμε περίπου 6 ὧρες «νὰ ἀναπαυτεῖ».

Τί χρειαζόμαστε γιά τὸ Πρόσφορο

  1. Μία καλή ξυλογλύπτη σφραγίδα (ἄν ἡ σφραγίδα εἶναι καινούργια, μία ἑβδομάδα πρὶν τὸ ζύμωμα, ζεσταίνουμε σὲ μπρίκι ἐλαιόλαδο. Ἀλείφουμε τή σφραγίδα καὶ τὴν τυλίγουμε μὲ μία πετσέτα. Τὴν ἀφήνουμε μία ἑβδομάδα νά πιεῖ τὸ λάδι. Ἔτσι δέν ἔχει φόβο νά σκάσει τὸ ξύλο. Δέν τὴν πλένουμε ποτέ. (Προσοχή: Κυκλοφοροῦν στό ἐμπόριο σφραγῖδες μέ βλάσφημο ἐγχάρακτο μήνυμα. Προμηθεύεσθε πάντοτε ἐκκλησιαστικά εἴδη ἀπό φερέγγυες πηγές).
  2. Ἕνα. ταψάκι βαθὺ μὲ διάμετρο 18 ἢ 20 ἑκ.
  3. Ἕνα κόσκινο γιά τὸ ἀλεύρι .
  4. Μία λεκάνη γιά τό ζύμωμα.
  5. Μία λεκανίτσα γιά τό ἀνάπιασμα τοῦ προζυμιοῦ.
  6. Μία καθαρή, εἰ δυνατόν ἀχρησιμοποίητη, μεγάλη λινή πετσέτα.
  7. Μία καθαρή, εἰ δυνατόν ἀχρησιμοποίητη, κουβέρτα.
  8. Ἕνα.πύλινο ἤ ἀνοξείδωτο μικρό δοχεῖο γιά νά φυλάξουμε τό προζύμι.
  9. Καθαρό κερί γιά τό ταψί.

Στήν Ἁγία Προσκομιδή ὁ ἱερέας εὔχεται:

“Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ τὸν οὐράνιον ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐξαποστείλας σωτῆρα καὶ λυτρωτὴν καὶ εὐεργέτην, εὐλογοῦντα καὶ ἁγιάζοντα ἡμᾶς· αὐτὸς εὐλόγησον τὴν πρόθεσιν ταύτην καὶ πρόσδεξαι αὐτὴν εἰς τὸ ὑπερουράνιόν σου θυσιαστήριον· μνημόνευσον, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, τῶν προσενεγκόντων καὶ δι᾿ οὓς προσήγαγον καὶ ἡμᾶς ἀκατακρίτους διαφύλαξον ἐν τῇ ἱερουργίᾳ τῶν θείων σου μυστηρίων. Ὅτι ἡγίασται καὶ δεδόξασται τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.”

Εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀμοιβή γιά τό μικρό αὐτό ἔργο μας. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα πλούσια καί δεδομένη σέ κάθε προσφορά μας.

Καλή Διακονία

Sunday 9 August 2020

Το Αντίδωρο

Όλοι γνωρίζουμε ότι το αντίδωρο είναι ένα μικρό κομμάτι από το πρόσφορο που δίδεται από τους ιερείς στους πιστούς μετά την Θεία Λειτουργία. Τι ακριβώς συμβολίζει όμως;


Το αντίδωρο είναι μικρό κομμάτι από την προσφορά που ύψωσε ο λειτουργός ιερέας στην αγία Πρόθεση, από την οποία βγήκε ο «αμνός», που μεταφέρεται στην αγία Τράπεζα για να μεταβληθεί σε Σώμα Χριστού. Βγαίνει από τα πρόσφορα που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θεία Λειτουργία, γι’ αυτό και ονομασία πρόσφορο, από το ρήμα προσφέρω. Πρώτα εξάγεται ο αμνός που συμβολίζει το σώμα του Ιησού Χριστού. Δεύτερον εξάγεται η τριγωνική μερίδα της Θεοτόκου. Τρίτον εξάγονται οι μερίδες των εννέα ταγμάτων, δηλαδή πάντων και πασών των αγίων της Εκκλησίας. Τέταρτον εξάγεται η μερίδα υπέρ του οικείου επισκόπου και πέμπτον εξάγονται οι μερίδες των ζώντων και κεκοιμημένων, της θριαμβεύουσας και της στρατευμένης Εκκλησίας (πρόκειται για μαργαρίτες, μικρά δηλ. ψίχουλα). Τα υπόλοιπα των προσφόρων που προσκομίζονται στην Πρόθεση είναι αυτά που ονομάζουμε Αντίδωρα.
Το μοιράζει ο ιερέας στο τέλος της Θ. Λειτουργίας σε όσους δεν κοινώνησαν. Δηλαδή αντί του Δώρου (Θεία Κοινωνία) που έλαβαν όσοι εκοινώνησαν, οι μη κοινωνήσαντες λαμβάνουν το «αντίδωρο».
Το μέγεθος των Αντιδώρων κατά τη Θεία Λειτουργία δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά τέτοιο που να επαρκεί ώστε να διανέμεται σε όσους δεν μετέλαβαν των αχράντων Μυστηρίων. Η Εκκλησία ορίζει ο πιστός να λαμβάνει κάθε φορά Δώρο, δηλ. το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Η ίδια δεν επιθυμεί όμως και εκείνοι που δεν είναι προετοιμασμένοι για τη μετοχή του Δώρου, να φεύγουν απ’ αυτήν χωρίς να λαμβάνουν κάτι. Είναι το Αντίδωρον μια πράξη αγάπης και φιλανθρωπίας για όλους εκείνους του αναξίους της μετοχής. Και μπορεί το Αντίδωρο να μην είναι το ίδιο Σώμα του Χριστού, όμως είναι άρτος «ηγιασμένος» γιατί σφραγίστηκε ολόκληρος με τη λόγχη και δέχθηκε από το λειτουργούντα και προσκομίζοντα Ιερέα τα άγια λόγια.

Το Αντίδωρο τρώγεται εκείνη την ώρα που λαμβάνεται από τον ιερέα και ο πιστός καλείται να είναι νηστικός. Λαμβάνοντας μόνος του κανείς το Αντίδωρο στερείται της ευκαιρίας να λάβει την ευλογία του Λειτουργούντος Ιερέως.
Επειδή το πρόσφορο θεωρείται το σώμα της Παναγίας, για αυτό το σχήμα του προσφόρου είναι στρογγυλό, ομοιάζοντας με την κοιλιά της Παναγίας απ’ την οποία εξάγεται ο Χριστός, ομοίως και το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου Παναγίας.
Ο ιερέας όταν μοιράζει το Αντίδωρο στους πιστούς λέει την ευχή: «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι επί σε», σε κάθε χριστιανό που προσέρχεται. Και με την ευχή αυτή προσφέρει μία ακόμη ευλογία, στις άλλες δύο που είναι αυτό τούτο το Αντίδωρο και ο ασπασμός του χεριού του.
Δεν έχει σημασία να κρατήσεις αρκετά αντίδωρα, για να τρως ένα κάθε πρωί, θεωρώντας ότι έτσι μεταλαμβάνεις κάθε ημέρα. Το Αντίδωρον είναι αντί της μετοχής των αχράντων Μυστηρίων στη συγκεκριμένη μέρα, χρόνο και τόπο τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Μαζί με τον εκκλησιασμό έρχεται ή το Δώρο, ή το Αντίδωρον.

dogma.gr

Saturday 25 April 2020

Εὐχολόγιον

Το Ευχολόγιον είναι ένα λειτουργικό βιβλίο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που περιλαμβάνει τις ακολουθίες της Βαπτίσεως, τού Γάμου, δηλ. είναι συλλογή των χριστιανικών ευχολογικών κειμένων, που αναγιγνώσκονται ή ψάλλονται σε όλες τις ιερές ακολουθίες, των διαφόρων εορτών, θρησκευτικών τελετών κ.λπ.

 Γενικά
Το Μεγάλο Ευχολόγιον αποτελεί ένα από τα κυριότερα βιβλία της λειτουργικής της Εκκλησίας, που περιέχει την ακολουθούμενη διάταξη αναφοράς ευχών:
  • της ακολουθίας του Εσπερινού, του Όρθρου, τη διάταξη της Θείας Λειτουργίας
  • τις Θείες Λειτουργίες τού Ιωάννου τού Χρυσοστόμου, τού Βασιλείου τού Μεγάλου, των Προηγιασμένων
  • του μεγάλου και μικρού Αγιασμού
  • τις ακολουθίες άλλων μυστηρίων, όπως Βάπτισης, Γάμου, Ευχελαίου, Τρισαγίου, χειροθεσίας, κουράς μοναχού, μετάδοσης οφφικίων, καθιερώσεως ναού, εξοδίου ακολουθίας
  • καθώς και πολλές άλλες που αφορούν διάφορες περιστάσεις, όπως ευχές εις ασθενείς, ψυχορραγούντας, κά.

Είδη Ευχολογίων

Το Ευχολόγιον διακρίνεται επιμέρους στο «Μεγάλο Ευχολόγιον» και στο «Μικρό Ευχολόγιον». Στο μεν Μεγάλο περιλαμβάνονται όλα τα προηγούμενα, στο δε Μικρό Ευχολόγιον περιέχονται τα απολύτως χρήσιμα καθ' ημέρα για τον λειτουργό της Εκκλησίας, εξ ου και λέγεται επίσης και "Αγιασματάριον".
Επίσης μια ιδιαίτερη διάκριση είναι το λεγόμενο Αρχιερατικόν, το οποίο περιλαμβάνει πρόσθετες (ιδαίτερες) ευχές, που αναγιγνώσκονται μόνο από αρχιερείς κατά την παρουσία και συμμετοχή τους, σε πάσης φύσεως ιερουργίες (ακολουθίες, αγιασμούς, και διάφορες αρχιερατικές τελετές).

Ιστορία

Το αρχαιότερο σωζώμενο Ευχολόγιο τού Βυζαντινού λειτουργικού τύπου είναι ο Βαρβερινός κώδικας 336 του τέλους του 8ου αιώνα. Οι συλλογές αυτές περιέχουν υλικό διαφόρων εποχών, από τον 4ο αιώνα μέχρι την εποχή της σύνταξής τους και διαφόρων συγγραφέων. Από το Ευχολόγιο προήλθαν πιο εύχρηστες συλλογές ευχών και ακολουθιών, χωρίς να αποκλείεται και η αντίστροφη πορεία, ότι δηλαδή από τις μικρές συλλογές προήλθε η μεγάλη.

Πηγές


Διονύσιος Ανατολικιώτης:  Εὐχολόγιον εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιλαμβάνει τὸ σύνολο σχεδὸν τῶν μυστηρίων, ἱεροτελεστιῶν καὶ ἱεροπραξιῶν τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.  Εἶναι ἀπὸ τὰ βασικώτερα χριστιανικὰ βιβλία (ὅπως καὶ τὸ ῾Ωρολόγιον τὸ μέγα) καὶ πιθανώτατα τὸ δεύτερο ἢ τρίτο σὲ ἀρχαιότητα λειτουργικὸ βιβλίο τῆς ᾿Εκκλησίας.  Λόγῳ τῆς σπουδαιότητός του τὸ Εὐ­χολόγιον σῴζεται σὲ ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ χειρογράφων, τὰ ὁποῖα διαθέ­τουν ποικιλία περιεχομένων, καὶ ἔχουν ἄλλοτε εἰδικὸ καὶ ἄλλοτε γενικὸ περιεχόμενο. Ἔτσι ὑπάρχουν χειρόγραφα ποὺ περιέχουν μόνον μία ἢ δύο λειτουργίες, ἄλλα μὲ λίγες ἀκόμη ἀκολουθίες, ἄλλα μὲ πληθώρα τελε­τῶν καὶ εὐχῶν κ.λπ..
᾿Απὸ τὸ ἔτος 1526, ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται ἀλλεπάλληλες ἔντυ­πες ἐκδόσεις εὐχολογίων, οἱ ὁποῖες γίνονταν ἀνάρπαστες.  Σιγὰ σιγὰ καθιερώθηκαν δύο βασικοὶ τύποι τοῦ ἐντύπου βιβλίου, τὸ Εὐχολόγιον τὸ μέγα καὶ τὸ ῾ΑγιασματάριονΜικρὸν Εὐχολόγιον.  Τὸ Μέγα Εὐχολό­γιον στὴν καθιερωμένη ἀπὸ αἰώνων σύνθεσί του περιέχει τὶς ἱεροτελε­στίες τῶν ἑπτὰ μυστηρίων, τὶς τάξεις τῶν διαφόρων χειροτονιῶν καὶ χει­ροθεσιῶν, τὴν ἀκολουθία τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ, τὶς ὑπόλοιπες ἱερο­πραξίες καὶ εὐχὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ᾿Εκκλησία σὲ διάφορες ἀνάγκες καὶ περιστάσεις, καθὼς καὶ τὰ ἀποστολοευαγγέλια τῶν ἐπισημοτέρων ἑορτῶν.

Sunday 29 March 2020

Απολυτίκια

Ονομάζονται τα σύντομα εκείνα τροπάρια, που περιέχουν σε περίληψη την υπόθεση (ιστορία) της τελούμενης εορτής. 
Η ονομασία οφείλεται κατά τους μεν στο ότι αυτά ψάλλονται κανονικά πριν την Απόλυση τού Εσπερινού, κατ΄ άλλους στο ότι ψάλλονται μετά την ωδή του Συμεών τού Θεοδόχου «Νυν απολύεις τον δούλον Σου Δέσποτα κλπ.».
Απολυτίκιο είναι το "Χριστός Ανέστη...".
Στον Εσπερινό είναι συνήθως τρία: 
του Ήχου της ημέρας και αναφέρεται στην Ανάσταση, 
του Αγίου της ημέρας 
και της Θεοτόκου. 
Εκτός όμως από αυτά των Εσπερινών, απολυτίκια ψάλλονται στον Όρθρο: στην αρχή και μετά τη Δοξολογία κατά την απόλυση (εκτός των Κυριακών). 
Επίσης στη Θ. Λειτουργία: Μετά το Εισοδικόν και κατά την απόλυση των δεσποτικών εορτών, αντί του «Είδομεν το φως το αληθινόν ...» .

Ποια απολυτίκια ψάλλονται σε κάθε περίπτωση ορίζει το τυπικό της Εκκλησίας.

Friday 27 March 2020

Καντήλι

Η λέξη καντήλι από την αρχαία ελληνική κανδήλη. Στη χριστιανική Εκκλησία το Καντήλι τοποθετείται μπροστά στις άγιες εικόνες. 
Αυτό που τοποθετείται μπροστά στον Εσταυρωμένο, μέσα στο Ιερό Βήμα, διατηρείται πάντοτε αναμμένο και γι' αυτό λέγεται «ακοίμητο» Καντήλι.
Ένα Καντήλι τοποθετείται επίσης στο εικονοστάσι του σπιτιού και ανάβεται κάθε μέρα, σύμφωνα με την ορθόδοξο παράδοση.

Μια συνήθεια που διατηρεί τον βαθύ χριστιανικό συμβολισμό της με το Φως του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, που θερμαίνει την ελπίδα και που παρηγορεί και συντροφεύει στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς.

Το άναμμα του καντηλιού ενέχει τον συμβολισμό ότι προσφέρεται ως θυσία σεβασμού και τιμής προς τον Θεό και τους Αγίους του. 
Συμβολίζει επίσης, το φως του Χριστού που φωτίζει κάθε άνθρωπο, καθώς επίσης συμβολίζει και το γνωστό παράγγελμα του Κυρίου μας ότι πρέπει να είμαστε, οι χριστιανοί, τα φώτα του κόσμου.

Το λάδι που καίει στα καντήλια μας, “τον του Θεού υπεμφαίνει έλαιον” γράφει ο Άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης, το έλεος του Θεού που φανερώθηκε όταν η περιστερά του Νώε επέστρεψε στην Κιβωτό για να σημάνει την παύση του κατακλυσμού, έχοντας στο ράμφος της κλάδο ελαίας, ή όταν ο Ιησούς, καθώς επροσηύχετο εκτενώς, επότιζε με τους θρόμβους του ιδρώτος του την ελιά, κάτω από τα κλαδιά της οποίας γονάτισε την μαρτυρική εκείνη νύχτα, στο Όρος των Ελαιών.
Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως απείρως ανώτερος του υλικού φωτισμού είναι ο εσωτερικός, αγιοπνευματικός φωτισμός. 
..............
Το λάδι συμβολίζει το άπειρο έλεος του Θεού, αλλά και τα κανδήλια συμβολίζουν την Εκκλησία που είναι μεταδοτική Θείου ελέους και φωτιστική. 
Συμβολίζουν βέβαια τους ίδιους τους αγίους που το Φως τους έλαμψε, κατά το λόγο του Κυρίου, «έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοίς ουρανοίς».
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους πρέπει οι Ορθόδοξοι να ανάβουμε το καντήλι όπως για παράδειγμα 
για να μας θυμίζει την ανάγκη για προσευχή,
για να φωτίζει το χώρο και να διώκει το σκότος όπου επικρατούν οι δυνάμεις του κακού,για να μας θυμίζει ότι ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό Φως και η πίστη σε Αυτόν είναι Φώς,
για να μας θυμίζει ότι η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή,
για να μας θυμίζει ότι όπως το καντήλι απαιτεί το δικό μας χέρι για να ανάψει έτσι και η ψυχή απαιτεί το χέρι του Θεού, τη Χάρη Του δηλαδή,
για να μας θυμίζει ότι πρέπει το θέλημά μας να καεί και να θυσιαστεί για την αγάπη προς το Θεό...
Εννοείται, βέβαια, ότι το λάδι των καντηλιών πρέπει να είναι ελαιόλαδο και μάλιστα όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητος. 
Άλλωστε ο Κύριος προσευχήθηκε στον κήπο των Ελαιών και ο ναός με τα κανδήλια μετατρέπεται σε νέο κήπο και ελέους (λαδιού) και Ελέους Θεϊκού. Το λάδι τους μας θυμίζει την ευσπλαχνία του Θεού και το φως τους στη ζωή μας, που πρέπει να είναι φωτεινή και άγια.
Η φωτοχυσία του ναού συμβολίζει το θείο φως της παρουσίας του Θεού που φωτίζει τις καρδιές όχι μόνο των νεοφώτιστων αλλά και όλων των χριστιανών. 
Ο Κύριος φανέρωσε αυτή τη μεγάλη αλήθεια για τον εαυτό Του με τα ακόλουθα λόγια: "Εγώ ειμί το φως του κόσμου" (Ιωάν.8/η: 12). Είναι φως όχι μόνο λόγω της φωτεινής διδασκαλίας Του, αλλά κυρίως λόγω της φωτεινής παρουσίας Του. Αυτό επιβεβαιώνεται κυρίως από τη θαυμαστή Μεταμόρφωσή Του, όπου "έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως" (Ματθ.17/ιζ: 2).
................
περισσότερα εδώ

Θυμιατό

Τα θυμιατά που χρησιμοποιούμε στους Ιερούς Ναούς είναι κινητά μεταλλικά σκεύη που στο κάτω μέρος δέχονται τα αναμμένα κάρβουνα ή καρβουνόσκονη. 
Εξαρτώνται από τέσσερις αλυσίδες με δώδεκα κουδουνάκια. 
Συμβολίζουν τους τέσσερις Ευαγγελιστές και τους δώδεκα Αποστόλους αντίστοιχα. 
Η βάση του θυμιατού συμβολίζει την ανθρώπινη φύση του Χριστού μέσα στα σπλάχνα της Παναγίας Μητέρας Του. 
Τα αναμμένα κάρβουνα συμβολίζουν το πυρ της θεότητας. Είναι η βάτος η φλεγόμενη αλλά μη κατακαιομένη. 
Η φωτιά συμβολίζει και τη Θεία Αγάπη που ως φωτιά καίει την καρδιά του κάθε πιστού.

 Ι.N. Παναγίας Αλεξιωτίσσης Πατρών 

Θυμίαμα

Είναι ένα από τα τρία δώρα που προσέφεραν οι τρεις Μάγοι στον Κύριο μας. 
Συμβολίζει την προσευχή μας που ανέρχεται όπως ο καπνός, στο θρόνο του Θεού. 
Όπως δηλαδή το λιβάνι συναντάται με το αναμμένο κάρβουνο και δεν μένει εκεί, αλλά αφού αφού θερμανθεί ανέρχεται προς τα άνω και σκορπίζει την ευωδία, έτσι και οι ψυχές μας με ζεστή και θερμή πίστη προσευχόμενες, δεν πρέπει να κολλούν στα γήινα υλικά όταν λατρεύουν το Θεό, αλλά να φτερουγίζουν προς τα άνω μυροβλύζουσες, απαγκιστρωμένες από τις υλικές μέριμνες.

Με την ανάταση του νου και της ψυχής μας προς τα άνω, η προσευχή μας γίνεται πιο καθαρή και η κοινωνία μας με το Θεό περισσότερο ουσιαστική. 
Το θυμίαμα μας μεταφέρει στο χώρο της προσευχής των Αγίων στον Ένα και Αληθινό Θεό και τονίζει την παρουσία του Κυρίου και των Αγίων στη ζωή μας. 
Όταν θυμιάζει ο ιερέας την πρόθεση, το θυμίαμα θυμίζει τα δώρα των Μάγων. Όταν θυμιάζει πριν την Μεγάλη Είσοδο το θυμίαμα υποδηλώνει την σμυρναλόη του Νικοδήμου. 
Κατά την Μεγάλη Είσοδο συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα.

Ιερός Ναός Παναγίας Αλεξιωτίσσης Πατρών 

Sunday 8 March 2020

ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΚΕΥΗ

Γιὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τῶν ἄλλων Μυστηρίων ἢ Ἱεροπραξιῶν ἀπαιτεῖται ἡ χρήση διαφόρων σκευῶν, ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό. Αὐτὰ εἶναι:


α. Τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ποτήρι χρυσὸ ἢ ἀργυρὸ μὲ ὑψηλὴ βάση, στὸ ὁποῖο ρίχνεται ὁ οἶνος καὶ τὸ ὕδωρ τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται ἡ Ἁγία Προσκομιδή. Στὴ Θεία Λειτουργία ἁγιαζόμενα μετατρέπονται σὲ Αἷμα Χριστοῦ. Μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο τίθεται καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὸν καθαγιασμὸ ἀπ᾿ ὅπου μεταλαμβάνουν οἱ πιστοί. Εἰκονίζει τὸ Ποτήριο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος ἱερούργησε καὶ παρέδωσε στοὺς Ἀποστόλους τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας (Λουκ. κβ´, 20).
β. Ὁ Δίσκος ἢ τὸ Ἅγιο Δισκάριο. Μικρός, ἀβαθής, στρογγυλὸς δίσκος, χρυσὸς ἢ ἀργυρός, στὸν ὁποῖο τοποθετεῖται, τὴν ὥρα ποὺ τελεῖται ἡ Προσκομιδή, ὁ Ἀμνὸς καὶ ἁγιάζεται στὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων. Ὁμοίως πάνω σ᾿ αὐτὸν τοποθετοῦνται οἱ μερίδες τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων (τῶν ἐννέα Ταγμάτων), τῶν ζώντων καὶ τεθνεώτων. Συμβολίζει τὴ φάτνη τῆς Βηθλεέμ, τὴ νεκρικὴ κλίνη καὶ τὴ γῆ.
γ. Ἡ Λαβίδα. Ὁ ἀρχαῖος τρόπος μεταλήψεως τῶν πιστῶν ἦταν αὐτὸς ποὺ τηρεῖται σήμερα ἀπὸ τοὺς Λειτουργούς· πρῶτα τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ Δίσκο καὶ μετὰ τὸ Αἷμα ἀπὸ τὸ Ποτήριο. Ἡ λέξη λαβίδα δήλωνε τότε μεταφορικὰ τὴ «λαβίδα» τῶν ἱερατικῶν δακτύλων καὶ χεριῶν, μὲ τὰ ὁποῖα τὸ Ἅγιο Σῶμα εἰσαγόταν στὰ στόματα τῶν πιστῶν. Τὸ κοχλιάριο (κουταλάκι) χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα τοπικὰ καὶ γενικεύθηκε τὸ 10ο αἰώνα, ἀλλάζοντας τὸν τρόπο Μεταλήψεως. Ἡ ὀνομασία ὅμως τῆς λαβίδας ἔμεινε στὸ κουταλάκι. Συμβολίζει τὴ λαβίδα τῶν Σεραφεὶμ ποὺ εἶδε στὸ ὄραμά του ὁ Ἡσαΐας.
δ. Ὁ Ἀστερίσκος. Σταυροειδὲς ἔλασμα τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ τὸ κάλυμμα πάνω ἀπὸ τὸ Δισκάριο, ὅταν ὁ Λειτουργὸς μετὰ τὸ πέρας τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἁγίας Προσκομιδῆς «καλύπτει» τὰ προετοιμασθέντα Δῶρα. Συμβολίζει τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν ἀστέρα τῶν Μάγων.




ε. Τὰ Καλύμματα. Δυὸ ἰσομεγέθη καλύμματα σὲ σχῆμα σταυροῦ μὲ τὰ ὁποῖα καλύπτονται ὁ Δίσκος καὶ τὸ Ποτήριο κατὰ τὴν Ἁγία Προσκομιδή. Συμβολίζουν τὰ σπάργανα τοῦ Θείου Βρέφους, ὅταν τὸ Δισκάριο εἰκονίζει τὴ Φάτνη καὶ τὰ νεκρικὰ ὀθόνια τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τὸ Δισκάριο γίνεται νεκρικὴ κλίνη.
στ. Ὁ Ἀήρ. Κάλυμμα ὀρθογώνιο μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ προηγούμενα, μὲ τὸ ὁποῖο καλύπτονται τὰ Τίμια Δῶρα στὴν Ἱερὰ Πρόθεση καὶ ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀπόθεσή τους, στὴν Ἁγία Τράπεζα. Αὐτὸ τὸ κάλυμμα στὴν μεγάλη Εἴσοδο ὁ Ἱερέας ἢ ὁ Διάκονος, ὅταν ὑπάρχει, τὸ φέρει στὴν πλάτη του. Συμβολίζει ὅ,τι καὶ τὰ καλύμματα.
ζ. Ἡ Λόγχη. Μαχαίρι σὲ σχῆμα λόγχης. Μ᾿ αὐτὸ κόπτεται ὁ ἄρτος καὶ ἐξάγεται ὁ Ἀμνὸς καὶ οἱ μερίδες στὴν Προσκομιδή. Συμβολίζει τὴ λόγχη τοῦ στρατιώτη μὲ τὴν ὁποία λόγχισε τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὸ Σταυρό.
η. Τὸ Ζέον. Μικρὸ δοχεῖο ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ μεταφορὰ θερμοῦ (ζέοντος) ὕδατος καὶ ἔκχυσή του μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο πρὶν ἀπὸ τὴ Θεία Κοινωνία. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐξαίρεται ἡ ζέση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ παρακινούμαστε μὲ τέτοια θερμότητα πίστεως νὰ προσερχόμαστε στὴ Θεία Μετάληψη. Συμβολίζει τὸ ζεστὸ αἷμα ποὺ ἔρρευσε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴ λόγχευσή Του.
Σημ
: Πολλοὶ Ἱερεῖς φροντίζουν στὸ Ζέον οἱ βοηθοί τους νὰ τοὺς φέρνουν καυτὸ νερό, ὥστε στὴ Θεία Μετάληψη οἱ μεταλαμβάνοντες νὰ αἰσθάνονται τὴ θερμότητα τῆς Θείας Κοινωνίας. Γι᾿ αὐτὸ στοὺς Κανόνες καθορίζεται ὅτι, ἐὰν ὁ Ἱερέας δὲν ἔχει ζεστὸ νερὸ νὰ μὴν τελεῖ Θεία Λειτουργία.

θ. Ἡ Μοῦσα. Εἶναι σπόγγος «πεπλατυσμένος» χρησιμοποιεῖται στὴ συστολή, δηλ. στὴν ἀπόμαξη (καθάρισμα) τοῦ Δίσκου καὶ τοῦ Ἀντιμηνσίου. Φυλάσσεται μέσα στὸ Ἀντιμήνσιο.
ι. Ὁ Σπόγγος. Σφαιρικὸ σφουγγάρι ποὺ τοποθετεῖται μέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο - γιὰ νὰ ἀπορροφᾶ τὴν ὑγρασία του - μετὰ τὴν κατάλυση ἀπὸ τὸν Ἱερέα τῶν ὑπολειμμάτων τῆς Θείας Κοινωνίας μετὰ τὴ Μετάληψη τῶν πιστῶν. Συμβολίζει τὸ σπόγγο μὲ τὸν ὁποῖο στὸ Γολγοθᾶ ἐπότισαν τὸν Κύριο ὄξος. Ἐὰν ὁ Σπόγγος αὐτὸς ἐφάπτεται μονίμως στὰ τοιχώματα τοῦ Ποτηριοῦ λόγω μεγέθους, διατηρεῖ τὴν ὑγρασία πάνω στὰ τοιχώματα καὶ σιγὰ - σιγὰ καταστρέφει τὸ Ἅγιο Ποτήριο ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑγρασία. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Σπόγγος πρέπει νὰ ἔχει διάμετρο μικρότερη ἀπὸ τὸ κοίλωμα τοῦ Ποτηρίου.
ια. Τὰ Μάκτρα. Κόκκινα μανδήλια ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὴ Θεία Μετάληψη Κλήρου καὶ Λαοῦ. Μ᾿ αὐτὰ σπογγίζουμε τὸ στόμα μας ὅταν δὲν καταπιοῦμε καλά. Ὅταν τὰ κρατᾶμε σωστὰ (μὲ τὰ δυὸ χέρια μας, κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι μας), προφυλάσσουν τὴν τυχὸν πτώση Μαργαριτῶν στὸ δάπεδο ἀπὸ ἀπροσεξία ἢ ἀπὸ στιγμιαία ἀδεξιότητα.
ιβ. Ὁ Κωδωνίσκος. Μικρὸ καμπανάκι τὸ ὁποῖο κτυπᾶ ὁ Ἱερέας κάποια στιγμὴ τοῦ Ὄρθρου κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Προσκομιδῆς, σὰν συνθηματικὸ ἐνάρξεως, ὥστε, ὁ μὲν Λαὸς νὰ μνημονεύει νοερὰ τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων του, ὁ δὲ Λειτουργὸς νὰ ἐξάγει μερίδες στὸ Ἅγιο Δισκάριο γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ «κατὰ διάνοιαν» ἔχει.



Τύποι Ἀρτοφορίων
ιγ. Τὸ Ἀρτοφόριο. Εἶναι ἕνα κατάλληλο εἰδικὸ μεταλλικὸ συνήθως κουτὶ ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴ φύλαξη τῆς Θείας Κοινωνίας. Περιέχει Ἅγιο Ἄρτο ἐμβαπτισμένο στὸ τίμιο Αἷμα τοῦ Κυρίου (δηλ. τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του). Ἐξάγεται τὴ Μεγάλη Πέμπτη καὶ ἀποξηραίνεται γιὰ νὰ διατηρεῖται. Κατὰ τὴ χρήση ὑγραίνεται γιὰ νὰ μαλακώσει μὲ κοινὸ οἶνο. Χρησιμοποιεῖται σὲ ἔκτακτες ἀνάγκες, ἐκτὸς Θείας Λειτουργίας, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔτους καὶ κοινωνοῦν οἱ Ἱερεῖς τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἄτομα ποὺ δὲν μποροῦν νὰ μεταβοῦν στὸ Ναό. Ἀρτοφόριο λέγεται καὶ τὸ πρόσθετο κυτίο στὸ ὁποῖο διαφυλάσσεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Κυρίου, (τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του), ἀπὸ τὴν Κυριακὴ μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ χρησιμοποιηθεῖ στὴν προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
ιδ. Ὁ Τίμιος Σταυρός. Ἀνάλογα μὲ τὴ λειτουργική του χρήση ἔχουμε: (1) Τὸ Σταυρὸ τῶν λιτανειῶν, (2) Τὸ Σταυρὸ τοῦ ἁγιασμοῦ, (3) Τὸ Σταυρὸ εὐλογίας τῆς Ἁγίας Τραπέζης, (4) Τὸν «Ἐσταυρωμένο» τοῦ Ἱεροῦ, ποὺ ἐξάγεται τὴ Μεγάλη Πέμπτη γιὰ προσκύνηση στὸ μέσον του Ναοῦ.
ιε. Ὁ Ἐπιτάφιος. Εἶναι κατάλληλο ὕφασμα μὲ κεντημένο ἢ ζωγραφισμένο τὸν Χριστὸ νεκρό, ὅπως ἦταν μετὰ τὴν ἀποκαθήλωση. Ἀργότερα στὸν Ἐπιτάφιο προστέθηκαν, γύρω ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἡ Παναγία, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὁ Ἰωάννης, Μυροφόρες καὶ Ἄγγελοι, σὲ «ἐπιτάφιο θρῆνο». Αὐτὸν τὸν Ἐπιτάφιο προσκυνοῦμε καὶ περιφέρουμε τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ στρωμένο πάνω σ᾿ ἕνα διασκευασμένο τραπέζιο τὸ λεγόμενο Κουβούκλιο, ποὺ συμβολίζει τὸ λίθο, πάνω στὸν ὁποῖο τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέχτηκε τὶς μεταθανάτιες περιποιήσεις.
ιστ. Τὰ Θυμιατήρια. Εἶναι κινητὰ πύραυνα (κατάλληλα μεταλλικὰ σκεύη), ποὺ δέχονται τὰ κάρβουνα καὶ τὸ θυμίαμα, μὲ τὰ ὁποῖα θυμιῶνται ἡ Ἁγία Τράπεζα, οἱ Ἅγιες εἰκόνες καὶ ὁ Λαός, ὅπως καὶ ὅταν τὸ Τυπικὸ καθορίζει στὶς διάφορες Ἀκολουθίες. Ἐξαρτῶνται ἀπὸ ἁλυσίδες μὲ ἢ χωρὶς κωδωνίσκους καὶ ἡ βάση τους εἶναι μὲ ἢ χωρὶς κάλυμμα.
Στὶς Ἀκολουθίες τῶν Μεγάλων Ὡρῶν καὶ σὲ ὁρισμένες ἄλλες περιπτώσεις χρησιμοποιοῦνται ἁπλούστερα Θυμιατήρια χειρός, τὰ «κατζία» σὰν ἕνα εἶδος κυμβάλου ποὺ συνοδεύει τὴν ψαλμωδία (ἰδίως μετὰ ἀπὸ ἀνάλογη ἐκπαίδευση).
Μὲ τὸ θυμίαμα ποὺ προσφέρουμε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ὑποβοηθεῖται ἡ ἀνάταση τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ ὑψηλὰ «ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας». Ὅπως τὸ θυμίαμα θερμαινόμενο στὸν ἄνθρακα ἀνέρχεται πρὸς τὰ ἄνω εὐωδιάζοντας τὸ περιβάλλον, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ πιστοῦ μὲ θερμὴ πίστη πρέπει νὰ πτερουγίζει πρὸς τὰ ἄνω μυροβλύζουσα, ἀπαγγιστρωμένη ἀπὸ τὶς ὑλικὲς μέριμνες. Ἡ βάση τοῦ θυμιατηρίου ὑποδεικνύει τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἡ φωτιὰ τὴν θεότητά Του καὶ ὁ εὐώδης καπνὸς μᾶς «πληροφορεῖ» τὴν προπορευόμενη εὐωδία του Ἁγίου Πνεύματος.



ιζ. Τὰ Ἑξαπτέρυγα. Εἶναι μεταλλικοὶ δίσκοι μὲ ἀνάγλυφες, ἁμφιπρόσωπες παραστάσεις ἑξαπτέρυγων Σεραφείμ, τοποθετημένοι σὲ κοντάρι. Χρησιμοποιοῦνται στὴ μικρὴ καὶ μεγάλη Εἴσοδο καὶ στὶς λιτανεῖες. Σήμερα ἐξυπηρετοῦν διακοσμητικὸ καὶ συμβολικὸ σκοπό. Παλαιότερα κατασκευάζονταν ἀπὸ ὑμένες ἢ πτερὰ ζώων καὶ τὰ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Διάκονοι σὰν ριπίδια (βεντάλιες) γιὰ νὰ ἐκδιώκουν τὰ ἔντομα κυρίως πάνω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Σήμερα ἡ κίνηση αὐτὴ συμβολικὰ γίνεται μὲ τὸν Ἀέρα διπλωμένο, ὅταν ὁ Λειτουργὸς ἐκφωνεῖ: «Στῶμεν καλῶς...».
ιη. Τὰ Λάβαρα. Εἶναι εἶδος ἱερῶν σημαιῶν μὲ ἀμφιπρόσωπες παραστάσεις Ἁγίων, κεντητὲς ἢ ζωγραφιστές, ποὺ χρησιμοποιοῦνται στὶς λιτανεῖες.
ιθ. Τὰ κηροπήγια. Εἶναι μεταλλικὲς βάσεις γιὰ στήριξη λαμπάδων ποὺ ἀνάβονται γιὰ φωτισμὸ ἢ γιὰ ἔνδειξη εὐλαβείας δυὸ συνήθως στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ μία στὴν Προσκομιδή. Συνθετότερα κηροπήγια εἶναι καὶ αὐτὰ στὰ ὁποῖα οἱ πιστοὶ ἀνάβουν τὰ κεριά τους στὰ προσκυνητάρια.
κ. Τὰ Σήμαντρα καὶ οἱ Κώδωνες. Εἶναι οἱ καμπάνες μὲ τὶς ὁποῖες καλοῦνται οἱ πιστοὶ στοὺς Ἱεροὺς Ναοὺς μὲ ἀνάλογη σήμανση γιὰ Θεία Λειτουργία, γιὰ λιτανεία, γιὰ ἐκφορὰ νεκρῶν κ.λπ. Στὶς Ἱερὲς Μονὲς ὑπάρχουν καὶ σήμαντρα, κόπανοι καὶ «τάλαντα», μὲ τὰ ὁποῖα οἱ Μοναχοί, ἀνάλογα μὲ τὸ τυπικὸ κάθε Μονῆς, εἰδοποιοῦνται λεπτομερῶς γιὰ τὴν προετοιμασία ἢ τὴν πρόοδο τῶν Ἀκολουθιῶν.

Ὀρθοδοξία

Sunday 19 January 2020

Αγία Τράπεζα

Το ιερότερο σημείο του ναού και βρίσκεται στο κέντρο του Ιερού Βήματος. Συμβολίζει τον τόπο της ταφής του Χριστού. Πάνω στην Αγία Τράπεζα τοποθετούνται το Ευαγγέλιο, το Αντιμήνσιο, ο Σταυρός Ευλογίας, το Αρτοφόριο και τα κηροπήγια
Κατασκευάζεται στο τέλος της ανοικοδόμησης του ναού με δύο τρόπους. 
Ή στηριζόμενη σε ένα πόδι συμβολίζοντας τον Χριστό ή με τέσσερα πόδια συμβολίζοντας τους 4 ευαγγελιστές. 
Στα εγκαίνια του ναού «καθαγιάζεται». Δηλαδή στην υπάρχουσα στο μέσον της Αγίας Τραπέζης οπής, τοποθετούνται λείψανα αγίων, γεμίζει την οπή, ο τελών τα εγκαίνια αρχιερέας, με γνήσιο μελισσοκέρι και αρωματικές ουσίες. 
Εν συνεχεία πλένεται η πλάκα, αλείφεται με ιερό μύρο, τοποθετούνται στις γωνίες οι εικόνες των ευαγγελιστών και καλύπτεται ολόκληρη η πλάκα με μονοκόμματο άραφο ύφασμα το ονομαζόμενο κατασάρκιο. Μετά τον καθαγιασμό της Αγίας Τραπέζης δεν επιτρέπεται η μετακίνηση και μεταφορά της. 
Πάνω στην Αγία Τράπεζα τελείται η Θεία Λειτουργία. 
Ο 7ος κανών της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διατάσσει: «όσοι ούν σεπτοί ναοί καθιερώθησαν, εκτός αγίων λειψάνων μαρτύρων, ορίζομεν εν αυτοίς κατάθεσιν γενέσθαι λειψάνων μαρτύρων....»
Η συνήθεια αυτή επεκράτησε από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια όπου κατά την εποχή των διωγμών ετελείτο η Θεία Λειτουργία στις κατακόμβες πάνω στους τάφους των πρώτων μαρτύρων.

Στην ορολογία της Λειτουργικής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Αγία Τράπεζα ονομάζεται τετράγωνο οικοδομημένο τραπέζι ("εκ πάσης ύλης στερεάς, οίον χρυσού, αργύρου και μαρμάρου"), πάνω στο οποίο τελείται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και ονομάζεται και Ιερό Θυσιαστήριο "διότι επ' αυτής τελείται η θυσία του Αμνού του Θεού υπέρ πάντων των πιστών, ζώντων και τεθνεώτων". Η Αγία Τράπεζα βρίσκεται μέσα στο Ιερό Βήμα και έχει σχήμα τετράγωνο για να συμβολίσει τη μετάδοση του σώματος και του αίματος του Χριστού «πανταχού της οικουμένης». Πάνω της βρίσκονται πάντοτε το Ιερό Αντιμήνσιο, ιερό κάλυμμα, ο Σταυρός ευλογίας, το Ιερό Ευαγγέλιο, το Ιερό Αρτοφόριο (ακίνητο) και το Αρτοφόριο των ασθενών (κινητό).
Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Αγία Τράπεζα συμβολίζει:
  • «Την Τράπεζαν εκείνην, εφ' ης ο Ιησούς Χριστός εν τω μυστικω Δείπνω παρέδωκεν εις τους μαθητάς αυτού το μυστήριον της θείας ευχαριστίας».
  • Τον Τάφο του Χριστού.
  • Tους τάφους των αγίων Μαρτύρων.
  • Τον θρόνο «του μεγάλου Βασιλέως, του Θεού» και για το λόγο αυτό το Ευαγγέλιο που βρίσκεται επάνω στην Αγία Τράπεζα «εικονίζει τον Χριστόν καθήμενον επί θρόνου».
Από το β' μισό του 4ου αιώνα, οι χριστιανοί, «προφανώς χάριν ασφαλείας, ετοποθέτουν τα ιερά σκηνώματα είτε υπό την Αγίαν Τράπεζαν, είτε υπ' αυτήν εντός υπογείου 'κρύπτης'». Ειδικότερα, στην Ελλάδα και στην Ανατολή γενικότερα η πλέον συνηθισμένη πρακτική είναι η τοποθέτηση Αγίων λειψάνων κατά τα Θυρανοίξια του Ιερού Ναού εντός ειδικής κρύπτης της Αγίας Τράπεζας που ονομάζεται «κατάθεσις, ή καταθέσιον ή εγκαίνιον».